καλλιεργώ Verb  [kalliergo, kallierro, kalliergw]

  Verb
(4)
  Verb
(4)
  Verb
(3)
  Verb
(1)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu καλλιεργώ

καλλιεργώ Koine-Griechisch καλλιεργέω / καλλιεργῶ altgriechisch κάλλος + ἔργον ((Lehnbedeutung) französisch cultiver)


GriechischDeutsch
Θα καλλιεργώ τη γη.Ich kann ja Vieh züchten oder so.

Übersetzung nicht bestätigt

Μέσα μου είμαι αγρότης και θέλω να καλλιεργώ τριαντάφυλλα στα γεράματα.Ich bin im Grunde ein Bauer und möchte Rosen züchten.

Übersetzung nicht bestätigt

Μια μέρα εύχομαι να αποσυρθώ και να καλλιεργώ κολοκυθάκια, όμως μέχρι τότε αρκούμαι σε μια ζαρντινιέρα.Eines Tages möchte ich Kürbisse züchten aber bis dahin habe ich nur den Blumenkasten.

Übersetzung nicht bestätigt

Και μόνο εγώ ξέρω πώς να το καλλιεργώ.Und ich bin der Einzige auf der Welt, der sie züchten kann.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu καλλιεργώ

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
καλλιεργώκαλλιεργούμεκαλλιεργούμαικαλλιεργούμαστε
καλλιεργείςκαλλιεργείτεκαλλιεργείσαικαλλιεργείστε
καλλιεργείκαλλιεργούν(ε)καλλιεργείταικαλλιεργούνται
Imper
fekt
καλλιεργούσακαλλιεργούσαμεκαλλιεργούμουνκαλλιεργούμαστε
καλλιεργούσεςκαλλιεργούσατε
καλλιεργούσεκαλλιεργούσαν(ε)καλλιεργούνταν, καλλιεργείτοκαλλιεργούνταν, καλλιεργούντο
Aoristκαλλιέργησακαλλιεργήσαμεκαλλιεργήθηκακαλλιεργηθήκαμε
καλλιέργησεςκαλλιεργήσατεκαλλιεργήθηκεςκαλλιεργηθήκατε
καλλιέργησεκαλλιέργησαν, καλλιεργήσαν(ε)καλλιεργήθηκεκαλλιεργήθηκαν, καλλιεργηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω καλλιεργήσει
έχω καλλιεργημένο
έχουμε καλλιεργήσει
έχουμε καλλιεργημένο
έχω καλλιεργηθεί
είμαι καλλιεργημένος, -η
έχουμε καλλιεργηθεί
είμαστε καλλιεργημένοι, -ες
έχεις καλλιεργήσει
έχεις καλλιεργημένο
έχετε καλλιεργήσει
έχετε καλλιεργημένο
έχεις καλλιεργηθεί
είσαι καλλιεργημένος, -η
έχετε καλλιεργηθεί
είστε καλλιεργημένοι, -ες
έχει καλλιεργήσει
έχει καλλιεργημένο
έχουν καλλιεργήσει
έχουν καλλιεργημένο
έχει καλλιεργηθεί
είναι καλλιεργημένος, -η, -ο
έχουν καλλιεργηθεί
είναι καλλιεργημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα καλλιεργήσει
είχα καλλιεργημένο
είχαμε καλλιεργήσει
είχαμε καλλιεργημένο
είχα καλλιεργηθεί
ήμουν καλλιεργημένος, -η
είχαμε καλλιεργηθεί
ήμαστε καλλιεργημένοι, -ες
είχες καλλιεργήσει
είχες καλλιεργημένο
είχατε καλλιεργήσει
είχατε καλλιεργημένο
είχες καλλιεργηθεί
ήσουν καλλιεργημένος, -η
είχατε καλλιεργηθεί
ήσαστε καλλιεργημένοι, -ες
είχε καλλιεργήσει
είχε καλλιεργημένο
είχαν καλλιεργήσει
είχαν καλλιεργημένο
είχε καλλιεργηθεί
ήταν καλλιεργημένος, -η, -ο
είχαν καλλιεργηθεί
ήταν καλλιεργημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα καλλιεργώθα καλλιεργούμεθα καλλιεργούμαιθα καλλιεργούμαστε
θα καλλιεργείςθα καλλιεργείτεθα καλλιεργείσαιθα καλλιεργείστε
θα καλλιεργείθα καλλιεργούν(ε)θα καλλιεργείταιθα καλλιεργούνται
Fut
ur
θα καλλιεργήσωθα καλλιεργήσουμεθα καλλιεργηθώθα καλλιεργηθούμε
θα καλλιεργήσειςθα καλλιεργήσετεθα καλλιεργηθείςθα καλλιεργηθείτε
θα καλλιεργήσειθα καλλιεργήσουν(ε)θα καλλιεργηθείθα καλλιεργηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω καλλιεργήσει
θα έχω καλλιεργημένο
θα έχουμε καλλιεργήσει
θα έχουμε καλλιεργημένο
θα έχω καλλιεργηθεί
θα είμαι καλλιεργημένος, -η
θα έχουμε καλλιεργηθεί
θα είμαστε καλλιεργημένοι, -ες
θα έχεις καλλιεργήσει
θα έχεις καλλιεργημένο
θα έχετε καλλιεργήσει
θα έχετε καλλιεργημένο
θα έχεις καλλιεργηθεί
θα είσαι καλλιεργημένος, -η
θα έχετε καλλιεργηθεί
θα είστε καλλιεργημένοι, -η
θα έχει καλλιεργήσει
θα έχει καλλιεργημένο
θα έχουν καλλιεργήσει
θα έχουν καλλιεργημένο
θα έχει καλλιεργηθεί
θα είναι καλλιεργημένος, -η, -ο
θα έχουν καλλιεργηθεί
θα είναι καλλιεργημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να καλλιεργώνα καλλιεργούμενα καλλιεργούμαινα καλλιεργούμαστε
να καλλιεργείςνα καλλιεργείτενα καλλιεργείσαινα καλλιεργείστε
να καλλιεργείνα καλλιεργούν(ε)να καλλιεργείταινα καλλιεργούνται
Aoristνα καλλιεργήσωνα καλλιεργήσουμε, να καλλιεργήσομενα καλλιεργηθώνα καλλιεργηθούμε
να καλλιεργήσειςνα καλλιεργήσετενα καλλιεργηθείςνα καλλιεργηθείτε
να καλλιεργήσεινα καλλιεργήσουν(ε)να καλλιεργηθείνα καλλιεργηθούν(ε)
Perfνα έχω καλλιεργήσει
να έχω καλλιεργημένο
να έχουμε καλλιεργήσει
να έχουμε καλλιεργημένο
να έχω καλλιεργηθεί
να είμαι καλλιεργημένος, -η
να έχουμε καλλιεργηθεί
να είμαστε καλλιεργημένοι, -ες
να έχεις καλλιεργήσει
να έχεις καλλιεργημένο
να έχετε καλλιεργήσει
να έχετε καλλιεργημένο
να έχεις καλλιεργηθεί
να είσαι καλλιεργημένος, -η
να έχετε καλλιεργηθεί
να είστε καλλιεργημένοι, -ες
να έχει καλλιεργήσει
να έχει καλλιεργημένο
να έχουν καλλιεργήσει
να έχουν καλλιεργημένο
να έχει καλλιεργηθεί
να είναι καλλιεργημένος, -η, -ο
να έχουν καλλιεργηθεί
να είναι καλλιεργημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκαλλιεργείτεκαλλιεργείστε
Aoristκαλλιέργησεκαλλιεργήστε, καλλιεργήσετεκαλλιεργήσουκαλλιεργηθείτε
Part
izip
Presκαλλιεργώντας
Perfέχοντας καλλιεργήσει, έχοντας καλλιεργημένοκαλλιεργημένος, -η, -οκαλλιεργημένοι, -ες, -α
InfinAoristκαλλιεργήσεικαλλιεργηθεί

















Griechische Definition zu καλλιεργώ

καλλιεργώ [kadiverγó] -ούμαι : I1. εκτελώ ένα σύνολο γεωργικών εργασιών που έχουν ως αποτέλεσμα την παραγωγή φυτικών προϊόντων: Ο γεωργός καλλιεργεί το χωράφι του. Γεωργικές εκτάσεις που καλλιεργούνται με δημητριακά / με καπνά. || εκτελώ τις παραπάνω εργασίες για την παραγωγή ορισμένου φυτού ή είδους φυτών: Φέτος θα καλλιεργήσω πατάτες / καλαμπόκι. Kαλλιεργημένα ραδίκια / μανιτάρια, σε αντιδιαστολή προς τα αυτοφυή. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback