{ο}  καιρός Subst.  [keros, kairos]

{der}    Subst.
(1271)
{die}    Subst.
(3)

Etymologie zu καιρός

καιρός altgriechisch καιρός


GriechischDeutsch
Σαφής και λεπτομερής περιγραφή του ατυχήματος, με την οποία αποσαφηνίζεται ο τύπος του ατυχήματος, π.χ. έκλυση, πυρκαγιά, έκρηξη κ.λπ., και επεξηγούνται οι περιστάσεις που οδήγησαν σε αυτό, συμπεριλαμβανομένων γενικών πληροφοριών, όπως η ώρα, ο καιρός κ.λπ., καθώς και άλλων σχετικών πληροφοριών.Klare und ausführliche Beschreibung des Unfalls unter Angabe der Art des Unfalls, z. B. Stofffreisetzung, Brand, Explosion usw., und Erläuterung der Umstände, die zum Unfall führten, einschließlich allgemeiner Angaben zur Tageszeit, zum Wetter usw. sowie sonstige relevante Informationen.

Übersetzung bestätigt

Πριν αρχίσει η προσέγγιση στο έδαφος, ο κυβερνήτης πρέπει να βεβαιώνεται ότι, σύμφωνα με τις πληροφορίες που διαθέτει, ο καιρός στο αεροδρόμιο και η κατάσταση του διαδρόμου που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί δεν εμποδίζουν ασφαλή προσέγγιση, προσγείωση ή αποτυχημένη προσέγγιση, λαμβάνοντας υπόψη τις πληροφορίες σχετικά με τις επιδόσεις που περιέχονται στο εγχειρίδιο πτητικής εκμετάλλευσης (OM).Der Kommandant hat sich vor Beginn des Landeanflugs zu vergewissern, dass das Wetter am Flugplatz und der Zustand der zu benutzenden Piste nach den vorliegenden Informationen unter Berücksichtigung der Flugleistungsangaben im Betriebshandbuch einem sicheren Anflug, einer sicheren Landung oder einem sicheren Fehlanflug nicht entgegenstehen.

Übersetzung bestätigt

Πριν αρχίσει η προσέγγιση στο έδαφος, ο κυβερνήτης πρέπει να βεβαιώνεται ότι, σύμφωνα με τις πληροφορίες που διαθέτει, ο καιρός στο αεροδρόμιο και η κατάσταση του διαδρόμου που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί δεν εμποδίζουν ασφαλή προσέγγιση, προσγείωση ή αποτυχημένη προσέγγιση, λαμβάνοντας υπόψη τις πληροφορίες σχετικά με τις επιδόσεις που περιέχονται στο εγχειρίδιο πτητικής λειτουργίας.Der Kommandant hat sich vor Beginn des Landeanflugs zu vergewissern, dass das Wetter am Flugplatz und der Zustand der zu benutzenden Piste nach den vorliegenden Informationen unter Berücksichtigung der Flugleistungsangaben im Betriebshandbuch einem sicheren Anflug, einer sicheren Landung oder einem sicheren Fehlanflug nicht entgegenstehen.

Übersetzung bestätigt

Πριν αρχίσει την απογείωση, ο κυβερνήτης πρέπει να βεβαιώνεται ότι, σύμφωνα με τις πληροφορίες που διαθέτει, ο καιρός στο αεροδρόμιο και η κατάσταση του διαδρόμου που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί δεν εμποδίζει ασφαλή απογείωση και αναχώρηση.Der Kommandant hat sich vor Beginn des Starts davon zu überzeugen, dass das Wetter am Flugplatz und der Zustand der zu benutzenden Piste nach den vorliegenden Informationen einen sicheren Start und Abflug ermöglichen.

Übersetzung bestätigt

Ο καιρός πρέπει να είναι αίθριος και ο άνεμος ασθενής.Die Messungen sind bei klarem Wetter und schwachem Wind vorzunehmen.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung



Griechische Definition zu καιρός

καιρός ο [kerós] : I. η κατάσταση της ατμόσφαιρας που προσδιορίζεται κυρίως από τη θερμοκρασία του αέρα και του εδάφους, από την ατμοσφαιρική πίεση, από την υγρασία και από την ταχύτητα των ανέμων· οι καιρικές συνθήκες που επικρατούν σε ένα χώρο και σε μια δεδομένη χρονική στιγμή: καιρός καλός / κακός / ωραίος / άσχημος / ζεστός / γλυκός / κρύος / βροχερός / υγρός / άστατος. Mεταβολή / αλλαγή του καιρού. Xάλασε / διορθώθηκε / έφτιαξε / ψύχρανε / ζέστανε / γλύκανε ο καιρός. Aγρίεψε ο καιρός, άλλαξε απότομα προς το χειρότερο. Άνοιξε ο καιρός, υποχώρησε η συννεφιά και η κακοκαιρία. Πώς είναι ο καιρός; Tι καιρό κάνει / έχει; Tι καιρό έχετε; Πού πας με τέτοιον καιρό;, με κακοκαιρία. Tαξιδεύει με όλους τους καιρούς, και με κακοκαιρία. H πρόγνωση του καιρού (από τη μετεωρολογική υπηρεσία). (έκφρ.) χειμώνα / καλοκαίρι καιρό, για να δηλώσουμε ότι η εποχή είναι ακατάλληλη για κτ.: Πού πας χειμώνα καιρό; μας τα χάλασε* ο καιρός. (λόγ. έκφρ.) Θεού θέλοντος* και καιρού επιτρέποντος. || οι κατάλληλες καιρικές συνθήκες για κτ.: Σήμερα είναι καιρός για μπάνιο / για παλτό. || (ναυτ.) άνεμος: Tον δέρνουν οι καιροί. II1. ο χρόνος, η ροή των γεγονότων: Ο καιρός περνάει γρήγορα. Έχω πολύν καιρό να τον δω. Πέρασε πολύς καιρός από τότε. Πώς περνάει ο καιρός!, πόσο γρήγορα! Tι έκανες τόσον καιρό; (έκφρ.) με τον καιρό, όσο περνάει ο καιρός: Mε τον καιρό όλα θα διορθωθούν. || μεγάλο χρονικό διάστημα· πολύς καιρός: Έχω καιρό να πάω στο θέατρο. Aυτή η δουλειά θέλει καιρό για να γίνει / θέλει τον καιρό της. Ήθελα να έρθω από καιρό. (ως κατάρα ή ως έκφραση αποδοκιμασίας για κτ.) τον κακό σου τον καιρό· ΣYN έκφρ. κακό χρόνο να ΄χεις: Tι, τον κακό του τον καιρό, θέλει πάλι; (έκφρ.) χρόνια / καιρούς και ζαμάνια*. χρόνια και καιρούς, για να δηλώσουμε πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. προ καιρού, πριν από αρκετό καιρό. κατά καιρούς, σε διάφορα, συνήθ. αραιά, χρονικά διαστήματα. (λόγ. έκφρ.) από καιρού εις καιρόν, πότε πότε· από καιρό σε καιρό. εν καιρώ, αργότερα, σε κατάλληλο χρόνο. ΦΡ έχει ο καιρός γυρίσματα*. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback