καθρεφτίζω Verb  [kathreftizo, kathreftizw]

  Verb
(0)

Etymologie zu καθρεφτίζω

καθρεφτίζω καθρέφτης + -ίζω


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu καθρεφτίζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
καθρεφτίζωκαθρεφτίζουμε, καθρεφτίζομεκαθρεφτίζομαικαθρεφτιζόμαστε
καθρεφτίζειςκαθρεφτίζετεκαθρεφτίζεσαικαθρεφτίζεστε, καθρεφτιζόσαστε
καθρεφτίζεικαθρεφτίζουν(ε)καθρεφτίζεταικαθρεφτίζονται
Imper
fekt
καθρέφτιζακαθρεφτίζαμεκαθρεφτιζόμουν(α)καθρεφτιζόμαστε, καθρεφτιζόμασταν
καθρέφτιζεςκαθρεφτίζατεκαθρεφτιζόσουν(α)καθρεφτιζόσαστε, καθρεφτιζόσασταν
καθρέφτιζεκαθρέφτιζαν, καθρεφτίζαν(ε)καθρεφτιζόταν(ε)καθρεφτίζονταν, καθρεφτιζόντανε, καθρεφτιζόντουσαν
Aoristκαθρέφτισακαθρεφτίσαμεκαθρεφτίστηκακαθρεφτιστήκαμε
καθρέφτισεςκαθρεφτίσατεκαθρεφτίστηκεςκαθρεφτιστήκατε
καθρέφτισεκαθρέφτισαν, καθρεφτίσαν(ε)καθρεφτίστηκεκαθρεφτίστηκαν, καθρεφτιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω καθρεφτίσει
έχω καθρεφτισμένο
έχουμε καθρεφτίσει
έχουμε καθρεφτισμένο
έχω καθρεφτιστεί
είμαι καθρεφτισμένος, -η
έχουμε καθρεφτιστεί
είμαστε καθρεφτισμένοι, -ες
έχεις καθρεφτίσει
έχεις καθρεφτισμένο
έχετε καθρεφτίσει
έχετε καθρεφτισμένο
έχεις καθρεφτιστεί
είσαι καθρεφτισμένος, -η
έχετε καθρεφτιστεί
είστε καθρεφτισμένοι, -ες
έχει καθρεφτίσει
έχει καθρεφτισμένο
έχουν καθρεφτίσει
έχουν καθρεφτισμένο
έχει καθρεφτιστεί
είναι καθρεφτισμένος, -η, -ο
έχουν καθρεφτιστεί
είναι καθρεφτισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα καθρεφτίσει
είχα καθρεφτισμένο
είχαμε καθρεφτίσει
είχαμε καθρεφτισμένο
είχα καθρεφτιστεί
ήμουν καθρεφτισμένος, -η
είχαμε καθρεφτιστεί
ήμαστε καθρεφτισμένοι, -ες
είχες καθρεφτίσει
είχες καθρεφτισμένο
είχατε καθρεφτίσει
είχατε καθρεφτισμένο
είχες καθρεφτιστεί
ήσουν καθρεφτισμένος, -η
είχατε καθρεφτιστεί
ήσαστε καθρεφτισμένοι, -ες
είχε καθρεφτίσει
είχε καθρεφτισμένο
είχαν καθρεφτίσει
είχαν καθρεφτισμένο
είχε καθρεφτιστεί
ήταν καθρεφτισμένος, -η, -ο
είχαν καθρεφτιστεί
ήταν καθρεφτισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα καθρεφτίζωθα καθρεφτίζουμε, θα καθρεφτίζομεθα καθρεφτίζομαιθα καθρεφτιζόμαστε
θα καθρεφτίζειςθα καθρεφτίζετεθα καθρεφτίζεσαιθα καθρεφτίζεστε, θα καθρεφτιζόσαστε
θα καθρεφτίζειθα καθρεφτίζουν(ε)θα καθρεφτίζεταιθα καθρεφτίζονται
Fut
ur
θα καθρεφτίσωθα καθρεφτίσουμε, θα καθρεφτίζομεθα καθρεφτιστώθα καθρεφτιστούμε
θα καθρεφτίσειςθα καθρεφτίσετεθα καθρεφτιστείςθα καθρεφτιστείτε
θα καθρεφτίσειθα καθρεφτίσουν(ε)θα καθρεφτιστείθα καθρεφτιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω καθρεφτίσει
θα έχω καθρεφτισμένο
θα έχουμε καθρεφτίσει
θα έχουμε καθρεφτισμένο
θα έχω καθρεφτιστεί
θα είμαι καθρεφτισμένος, -η
θα έχουμε καθρεφτιστεί
θα είμαστε καθρεφτισμένοι, -ες
θα έχεις καθρεφτίσει
θα έχεις καθρεφτισμένο
θα έχετε καθρεφτίσει
θα έχετε καθρεφτισμένο
θα έχεις καθρεφτιστεί
θα είσαι καθρεφτισμένος, -η
θα έχετε καθρεφτιστεί
θα είστε καθρεφτισμένοι, -ες
θα έχει καθρεφτίσει
θα έχει καθρεφτισμένο
θα έχουν καθρεφτίσει
θα έχουν καθρεφτισμένο
θα έχει καθρεφτιστεί
θα είναι καθρεφτισμένος, -η, -ο
θα έχουν καθρεφτιστεί
θα είναι καθρεφτισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να καθρεφτίζωνα καθρεφτίζουμε, να καθρεφτίζομενα καθρεφτίζομαινα καθρεφτιζόμαστε
να καθρεφτίζειςνα καθρεφτίζετενα καθρεφτίζεσαινα καθρεφτίζεστε, να καθρεφτιζόσαστε
να καθρεφτίζεινα καθρεφτίζουν(ε)να καθρεφτίζεταινα καθρεφτίζονται
Aoristνα καθρεφτίσωνα καθρεφτίσουμε, να καθρεφτίσομενα καθρεφτιστώνα καθρεφτιστούμε
να καθρεφτίσειςνα καθρεφτίσετενα καθρεφτιστείςνα καθρεφτιστείτε
να καθρεφτίσεινα καθρεφτίσουν(ε)να καθρεφτιστείνα καθρεφτιστούν(ε)
Perfνα έχω καθρεφτίσει
να έχω καθρεφτισμένο
να έχουμε καθρεφτίσει
να έχουμε καθρεφτισμένο
να έχω καθρεφτιστεί
να είμαι καθρεφτισμένος, -η
να έχουμε καθρεφτιστεί
να είμαστε καθρεφτισμένοι, -ες
να έχεις καθρεφτίσει
να έχεις καθρεφτισμένο
να έχετε καθρεφτίσει
να έχετε καθρεφτισμένο
να έχεις καθρεφτιστεί
να είσαι καθρεφτισμένος, -η
να έχετε καθρεφτιστεί
να είστε καθρεφτισμένοι, -ες
να έχει καθρεφτίσει
να έχει καθρεφτισμένο
να έχουν καθρεφτίσει
να έχουν καθρεφτισμένο
να έχει καθρεφτιστεί
να είναι καθρεφτισμένος, -η, -ο
να έχουν καθρεφτιστεί
να είναι καθρεφτισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκαθρέφτιζεκαθρεφτίζετεκαθρεφτίζεστε
Aoristκαθρέφτισεκαθρεφτίστεκαθρεφτίσουκαθρεφτιστείτε
Part
izip
Presκαθρεφτίζονταςκαθρεφτιζόμενος
Perfέχοντας καθρεφτίσει, έχοντας καθρεφτισμένοκαθρεφτισμένος, -η, -οκαθρεφτισμένοι, -ες, -α
InfinAoristκαθρεφτίσεικαθρεφτιστεί





Griechische Definition zu καθρεφτίζω

καθρεφτίζω [kaθreftízo] -ομαι : 1. για κτ. που σχηματίζει το είδωλο ενός αντικειμένου επάνω στη λεία και γυαλιστερή επιφάνειά του: H λίμνη καθρεφτίζει στα ήσυχα νερά της τις βαρκούλες. Tα δέντρα καθρεφτίζονται στις τζαμαρίες των σπιτιών. Tο πρόσωπό του καθρεφτίζεται στο νερό. || (παθ.) κοιτάζομαι στον καθρέφτη, γυαλίζομαι4. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback