θαυμάζω Verb  [thafmazo, thaymazw]

  Verb
(34)
  Verb
(1)

Etymologie zu θαυμάζω

θαυμάζω altgriechisch θαυμάζω


GriechischDeutsch
Ως εκπρόσωπος της Σλοβακίας, η οποία ολοκλήρωσε αυτήν την απαιτητική διαδικασία μόλις προ επταετίας, θαυμάζω την Κροατία, και πιστεύω ότι η Κροατία θα ολοκληρώσει τα εναπομείναντα δέκα κεφάλαια το συντομότερο δυνατόν.Als Vertreter der Slowakei, welche diesen schwierigen Prozess vor nur sieben Jahren abgeschlossen hat, muss ich Kroatien bewundern und glaube, dass es die verbleibenden zehn Verhandlungskapitel so bald als möglich abschließen wird.

Übersetzung bestätigt



Grammatik

Grammatik zu θαυμάζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
θαυμάζωθαυμάζουμε, θαυμάζομεθαυμάζομαιθαυμαζόμαστε
θαυμάζειςθαυμάζετεθαυμάζεσαιθαυμάζεστε, θαυμαζόσαστε
θαυμάζειθαυμάζουν(ε)θαυμάζεταιθαυμάζονται
Imper
fekt
θαύμαζαθαυμάζαμεθαυμαζόμουν(α)θαυμαζόμαστε, θαυμαζόμασταν
θαύμαζεςθαυμάζατεθαυμαζόσουν(α)θαυμαζόσαστε, θαυμαζόσασταν
θαύμαζεθαύμαζαν, θαυμάζαν(ε)θαυμαζόταν(ε)θαυμάζονταν, θαυμαζόντανε, θαυμαζόντουσαν
Aoristθαύμασαθαυμάσαμεθαυμάστηκαθαυμαστήκαμε
θαύμασεςθαυμάσατεθαυμάστηκεςθαυμαστήκατε
θαύμασεθαύμασαν, θαυμάσαν(ε)θαυμάστηκεθαυμάστηκαν, θαυμαστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω θαυμάσει έχουμε θαυμάσει έχω θαυμαστεί έχουμε θαυμαστεί
έχεις θαυμάσειέχετε θαυμάσειέχεις θαυμαστείέχετε θαυμαστεί
έχει θαυμάσειέχουν θαυμάσειέχει θαυμαστείέχουν θαυμαστεί
Plu
per
fekt
είχα θαυμάσειείχαμε θαυμάσειείχα θαυμαστείείχαμε θαυμαστεί
είχες θαυμάσειείχατε θαυμάσειείχες θαυμαστείείχατε θαυμαστεί
είχε θαυμάσειείχαν θαυμάσειείχε θαυμαστείείχαν θαυμαστεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα θαυμάζωθα θαυμάζουμε, θα θαυμάζομεθα θαυμάζομαιθα θαυμαζόμαστε
θα θαυμάζειςθα θαυμάζετεθα θαυμάζεσαιθα θαυμάζεστε, θα θαυμαζόσαστε
θα θαυμάζειθα θαυμάζουν(ε)θα θαυμάζεταιθα θαυμάζονται
Fut
ur
θα θαυμάσωθα θαυμάσουμε, θα θαυμάζομεθα θαυμαστώθα θαυμαστούμε
θα θαυμάσειςθα θαυμάσετεθα θαυμαστείςθα θαυμαστείτε
θα θαυμάσειθα θαυμάσουν(ε)θα θαυμαστείθα θαυμαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω θαυμάσειθα έχουμε θαυμάσειθα έχω θαυμαστείθα έχουμε θαυμαστεί
θα έχεις θαυμάσειθα έχετε θαυμάσειθα έχεις θαυμαστείθα έχετε θαυμαστεί
θα έχει θαυμάσειθα έχουν θαυμάσειθα έχει θαυμαστείθα έχουν θαυμαστεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να θαυμάζωνα θαυμάζουμε, να θαυμάζομενα θαυμάζομαινα θαυμαζόμαστε
να θαυμάζειςνα θαυμάζετενα θαυμάζεσαινα θαυμάζεστε, να θαυμαζόσαστε
να θαυμάζεινα θαυμάζουν(ε)να θαυμάζεταινα θαυμάζονται
Aoristνα θαυμάσωνα θαυμάσουμε, να θαυμάσομενα θαυμαστώνα θαυμαστούμε
να θαυμάσειςνα θαυμάσετενα θαυμαστείςνα θαυμαστείτε
να θαυμάσεινα θαυμάσουν(ε)να θαυμαστείνα θαυμαστούν(ε)
Perfνα έχω θαυμάσεινα έχουμε θαυμάσεινα έχω θαυμαστείνα έχουμε θαυμαστεί
να έχεις θαυμάσεινα έχετε θαυμάσεινα έχεις θαυμαστείνα έχετε θαυμαστεί
να έχει θαυμάσεινα έχουν θαυμάσεινα έχει θαυμαστείνα έχουν θαυμαστεί
Imper
ativ
Presθαύμαζεθαυμάζετεθαυμάζεστε
Aoristθαύμασεθαυμάστεθαυμάσουθαυμαστείτε
Part
izip
Presθαυμάζονταςθαυμαζόμενος
Perfέχοντας θαυμάσει
InfinAoristθαυμάσειθαυμαστεί







Griechische Definition zu θαυμάζω

θαυμάζω [θavmázo] -ομαι : 1. αισθάνομαι θαυμασμό για κπ. ή για κτ.: θαυμάζω το μεγαλείο της φύσης / την πρόοδο της επιστήμης / τα επιτεύγματα του πολιτισμού. θαυμάζω τις αρετές / τα κατορθώματα / την ομορφιά κάποιου. θαυμάζω έναν ηθοποιό / έναν πολιτικό / έναν ποδοσφαιριστή. Σε θαυμάζω για την υπομονή / την αντοχή / το θάρρος σου. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback