ζυμώνω Verb  [zimono, zymwnw]

  Verb
(1)
anrühren (ugs.)
  Verb
(0)

Etymologie zu ζυμώνω

ζυμώνω Koine-Griechisch ζυμόω / ζυμῶ ζέω proto-indogermanisch *yes- (βράζω, αφρίζω)


GriechischDeutsch
Μόλις ξεκίνησα να ζυμώνω.Ich hatte gerade angefangen zu kneten.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu ζυμώνω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ζυμώνωζυμώνουμε, ζυμώνομεζυμώνομαιζυμωνόμαστε
ζυμώνειςζυμώνετεζυμώνεσαιζυμώνεστε, ζυμωνόσαστε
ζυμώνειζυμώνουν(ε)ζυμώνεταιζυμώνονται
Imper
fekt
ζύμωναζυμώναμεζυμωνόμουν(α)ζυμωνόμαστε, ζυμωνόμασταν
ζύμωνεςζυμώνατεζυμωνόσουν(α)ζυμωνόσαστε, ζυμωνόσασταν
ζύμωνεζύμωναν, ζυμώναν(ε)ζυμωνόταν(ε)ζυμώνονταν, ζυμωνόντανε, ζυμωνόντουσαν
Aoristζύμωσαζυμώσαμεζυμώθηκαζυμωθήκαμε
ζύμωσεςζυμώσατεζυμώθηκεςζυμωθήκατε
ζύμωσεζύμωσαν, ζυμώσαν(ε)ζυμώθηκεζυμώθηκαν, ζυμωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ζυμώσει
έχω ζυμωμένο
έχουμε ζυμώσει
έχουμε ζυμωμένο
έχω ζυμωθεί
είμαι ζυμωμένος, -η
έχουμε ζυμωθεί
είμαστε ζυμωμένοι, -ες
έχεις ζυμώσει
έχεις ζυμωμένο
έχετε ζυμώσει
έχετε ζυμωμένο
έχεις ζυμωθεί
είσαι ζυμωμένος, -η
έχετε ζυμωθεί
είστε ζυμωμένοι, -ες
έχει ζυμώσει
έχει ζυμωμένο
έχουν ζυμώσει
έχουν ζυμωμένο
έχει ζυμωθεί
είναι ζυμωμένος, -η, -ο
έχουν ζυμωθεί
είναι ζυμωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ζυμώσει
είχα ζυμωμένο
είχαμε ζυμώσει
είχαμε ζυμωμένο
είχα ζυμωθεί
ήμουν ζυμωμένος, -η
είχαμε ζυμωθεί
ήμαστε ζυμωμένοι, -ες
είχες ζυμώσει
είχες ζυμωμένο
είχατε ζυμώσει
είχατε ζυμωμένο
είχες ζυμωθεί
ήσουν ζυμωμένος, -η
είχατε ζυμωθεί
ήσαστε ζυμωμένοι, -ες
είχε ζυμώσει
είχε ζυμωμένο
είχαν ζυμώσει
είχαν ζυμωμένο
είχε ζυμωθεί
ήταν ζυμωμένος, -η, -ο
είχαν ζυμωθεί
ήταν ζυμωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ζυμώνωθα ζυμώνουμε, θα ζυμώνομεθα ζυμώνομαιθα ζυμωνόμαστε
θα ζυμώνειςθα ζυμώνετεθα ζυμώνεσαιθα ζυμώνεστε, θα ζυμωνόσαστε
θα ζυμώνειθα ζυμώνουν(ε)θα ζυμώνεταιθα ζυμώνονται
Fut
ur
θα ζυμώσωθα ζυμώσουμε, θα ζυμώσομεθα ζυμωθώθα ζυμωθούμε
θα ζυμώσειςθα ζυμώσετεθα ζυμωθείςθα ζυμωθείτε
θα ζυμώσειθα ζυμώσουνθα ζυμωθείθα ζυμωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ζυμώσει
θα έχω ζυμωμένο
θα έχουμε ζυμώσει
θα έχουμε ζυμωμένο
θα έχω ζυμωθεί
θα είμαι ζυμωμένος, -η
θα έχουμε ζυμωθεί
θα είμαστε ζυμωμένοι, -ες
θα έχεις ζυμώσει
θα έχεις ζυμωμένο
θα έχετε ζυμώσει
θα έχετε ζυμωμένο
θα έχεις ζυμωθεί
θα είσαι ζυμωμένος, -η
θα έχετε ζυμωθεί
θα είστε ζυμωμένοι, -ες
θα έχει ζυμώσει
θα έχει ζυμωμένο
θα έχουν ζυμώσει
θα έχουν ζυμωμένο
θα έχει ζυμωθεί
θα είναι ζυμωμένος, -η, -ο
θα έχουν ζυμωθεί
θα είναι ζυμωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ζυμώνωνα ζυμώνουμε, να ζυμώνομενα ζυμώνομαινα ζυμωνόμαστε
να ζυμώνειςνα ζυμώνετενα ζυμώνεσαινα ζυμώνεστε, να ζυμωνόσαστε
να ζυμώνεινα ζυμώνουν(ε)να ζυμώνεταινα ζυμώνονται
Aoristνα ζυμώσωνα ζυμώσουμε, να ζυμώσομενα ζυμωθώνα ζυμωθούμε
να ζυμώσειςνα ζυμώσετενα ζυμωθείςνα ζυμωθείτε
να ζυμώσεινα ζυμώσουν(ε)να ζυμωθείνα ζυμωθούν(ε)
Perfνα έχω ζυμώσει
να έχω ζυμωμένο
να έχουμε ζυμώσει
να έχουμε ζυμωμένο
να έχω ζυμωθεί
να είμαι ζυμωμένος, -η
να έχουμε ζυμωθεί
να είμαστε ζυμωμένοι, -ες
να έχεις ζυμώσει
να έχεις ζυμωμένο
να έχετε ζυμώσει
να έχετε ζυμωμένο
να έχεις ζυμωθεί
να είσαι ζυμωμένος, -η
να έχετε ζυμωθεί
να είστε ζυμωμένοι, -ες
να έχει ζυμώσει
να έχει ζυμωμένο
να έχουν ζυμώσει
να έχουν ζυμωμένο
να έχει ζυμωθεί
να είναι ζυμωμένος, -η, -ο
να έχουν ζυμωθεί
να είναι ζυμωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presζύμωνεζυμώνετεζυμώνεστε
Aoristζύμωσεζυμώστε, ζυμώσετεζυμώσουζυμωθείτε
Part
izip
Presζυμώνοντας
Perfέχοντας ζυμώσει, έχοντας ζυμωμένοζυμωμένος, -η, -οζυμωμένοι, -ες, -α
InfinAoristζυμώσειζυμωθεί







Griechische Definition zu ζυμώνω

ζυμώνω [zimóno] -ομαι : 1α. επεξεργάζομαι μια μάζα ζύμης, πιέζοντάς την πολλές φορές και σε όλα τα σημεία της, με τα χέρια μου· ανακατώνω και μαλάσσω μια ζύμη: Zυμώνετε δυνατά τη ζύμη και την πλάθετε σε μικρές μπάλες. Ο φούρναρης ζυμώνει. ΠAΡ Όποιος δε θέλει / βαριέται να ζυμώσει δέκα μέρες κοσκινίζει, για κπ. που, από απροθυμία, βρίσκει διαρκώς προφάσεις για να αναβάλλει την εκτέλεση έργου. || ζυμώνω ζύμη για ορισμένο παρασκεύασμα: ζυμώνω ψωμί. Kουλουράκια ζυμωμένα από τα χέρια της μάνας μου. || ζυμώνω με ζυμωτική μηχανή. β. παρασκευάζω και επεξεργάζομαι μείγμα ζυμώνοντάς το: Zυμώνουμε τον κιμά με το ψωμί (για να φτιάξουμε κεφτέδες). || ζυμώνω κεφτέδες. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback