ερωτεύομαι Verb  [erotevome, erwteyomai]

(0)
(0)

Etymologie zu ερωτεύομαι

ερωτεύομαι έρωτας + -εύομαι


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
καψουρεύομαι (αργκό)
δαγκώνω τη λαμαρίνα (αργκό)
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme

Grammatik

Grammatik zu ερωτεύομαι

Middle
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ερωτεύομαιερωτευόμαστε
ερωτεύεσαιερωτεύεστε, ερωτευόσαστε
ερωτεύεταιερωτεύονται
Imper
fekt
ερωτευόμουν(α)ερωτευόμαστε, ερωτευόμασταν
ερωτευόσουν(α)ερωτευόσαστε, ερωτευόσασταν
ερωτευόταν(ε)ερωτεύονταν, ερωτευόντανε, ερωτευόντουσαν
Aoristερωτεύτηκαερωτευτήκαμε
ερωτεύτηκεςερωτευτήκατε
ερωτεύτηκεερωτεύτηκαν, ερωτευτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ερωτευτείέχουμε ερωτευτεί
έχεις ερωτευτείέχετε ερωτευτεί
έχει ερωτευτείέχουν ερωτευτεί
Plu
per
fekt
είχα ερωτευτείείχαμε ερωτευτεί
είχες ερωτευτείείχατε ερωτευτεί
είχε ερωτευτείείχαν ερωτευτεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ερωτεύομαιθα ερωτευόμαστε
θα ερωτεύεσαιθα ερωτεύεστε, θα ερωτευόσαστε
θα ερωτεύεταιθα ερωτεύονται
Fut
ur
θα ερωτευτώθα ερωτευτούμε
θα ερωτευτείςθα ερωτευτείτε
θα ερωτευτείθα ερωτευτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ερωτευτείθα έχουμε ερωτευτεί
θα έχεις ερωτευτείθα έχετε ερωτευτεί
θα έχει ερωτευτείθα έχουν ερωτευτεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ερωτεύομαινα ερωτευόμαστε
να ερωτεύεσαινα ερωτεύεστε, να ερωτευόσαστε
να ερωτεύεταινα ερωτεύονται
Aoristνα ερωτευτώνα ερωτευτούμε
να ερωτευτείςνα ερωτευτείτε
να ερωτευτείνα ερωτευτούν(ε)
Perfνα έχω ερωτευτείνα έχουμε ερωτευτεί
να έχεις ερωτευτείνα έχετε ερωτευτεί
να έχει ερωτευτείνα έχουν ερωτευτεί
Imper
ativ
Presερωτεύεστε
Aoristερωτέψουερωτευτείτε
Part
izip
Pres
Perfερωτευμένος, -η, -οερωτευμένοι, -ες, -α
InfinAoristερωτευτεί



Griechische Definition zu ερωτεύομαι

ερωτεύομαι [erotévome] .1β : 1.αισθάνομαι έρωτα: Mόλις του χαμογελάσει κάποια, την ερωτεύεται. Tον ερωτεύτηκε τρελά. Tον έκανε να την ερωτευθεί. Είναι ερωτευμένος / ερωτευμένη. Δεν ερωτεύτηκε εμένα, την προίκα μου / τα λεφτά μου ερωτεύτηκε. || (συνήθ. πληθ.): Γνωρίστηκαν σε ένα χορό, ερωτεύτηκαν και παντρεύτηκαν. Kρατιούνται από το χέρι σαν ερωτευμένοι. || (επέκτ.): Ερωτευμένη καρδιά. Ερωτευμένα μάτια. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback