ερμηνεύω Verb  [erminevo, ermhneyw]

  Verb
(4)
  Verb
(3)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu ερμηνεύω

ερμηνεύω altgriechisch ἑρμηνεύω ἑρμηνεύς Ἑρμῆς


GriechischDeutsch
Αυτό ακριβώς με οδηγεί να ερμηνεύω θετικά και νομίζω πως όλοι μας πρέπει να κάνουμε το ίδιο την επιτευχθείσα συμφωνία. Ως προς το σημείο αυτό θα ήθελα να ξεκαθαρίσω τη θέση μου προς την αγαπητή συνάδελφο van Bladel.Gerade deshalb interpretiere ich, und ich meine, daß wir es so interpretieren müssen, die erreichte Vereinbarung auf diese positive Weise, und hierüber möchte ich meine liebe Kollegin van Bladel aufklären.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu ερμηνεύω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ερμηνεύωερμηνεύουμε, ερμηνεύομεερμηνεύομαιερμηνευόμαστε
ερμηνεύειςερμηνεύετεερμηνεύεσαιερμηνεύεστε, ερμηνευόσαστε
ερμηνεύειερμηνεύουν(ε)ερμηνεύεταιερμηνεύονται
Imper
fekt
ερμήνευαερμηνεύαμεερμηνευόμουν(α)ερμηνευόμαστε
ερμήνευεςερμηνεύατεερμηνευόσουν(α)ερμηνευόσαστε
ερμήνευεερμήνευαν, ερμηνεύαν(ε)ερμηνευόταν(ε)ερμηνεύονταν
Aoristερμήνευσαερμηνεύσαμεερμηνεύτηκα, ερμηνεύθηκαερμηνευτήκαμε, ερμηνευθήκαμε
ερμήνευσεςερμηνεύσατεερμηνεύτηκες, ερμηνεύθηκεςερμηνευτήκατε, ερμηνευθήκατε
ερμήνευσεερμήνευσαν, ερμηνεύσαν(ε)ερμηνεύτηκε, ερμηνεύθηκεερμηνεύτηκαν, ερμηνευθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ερμηνεύσει
έχω ερμηνευμένο
έχουμε ερμηνεύσει
έχουμε ερμηνευμένο
έχω ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
είμαι ερμηνευμένος, -η
έχουμε ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
είμαστε ερμηνευμένοι, -ες
έχεις ερμηνεύσει
έχεις ερμηνευμένο
έχετε ερμηνεύσει
έχετε ερμηνευμένο
έχεις ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
είσαι ερμηνευμένος, -η
έχετε ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
είστε ερμηνευμένοι, -ες
έχει ερμηνεύσει
έχει ερμηνευμένο
έχουν ερμηνεύσει
έχουν ερμηνευμένο
έχει ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
είναι ερμηνευμένος, -η, -ο
έχουν ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
είναι ερμηνευμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ερμηνεύσει
είχα ερμηνευμένο
είχαμε ερμηνεύσει
είχαμε ερμηνευμένο
είχα ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
ήμουν ερμηνευμένος, -η
είχαμε ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
ήμαστε ερμηνευμένοι, -ες
είχες ερμηνεύσει
είχες ερμηνευμένο
είχατε ερμηνεύσει
είχατε ερμηνευμένο
είχες ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
ήσουν ερμηνευμένος, -η
είχατε ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
ήσαστε ερμηνευμένοι, -ες
είχε ερμηνεύσει
είχε ερμηνευμένο
είχαν ερμηνεύσει
είχαν ερμηνευμένο
είχε ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
ήταν ερμηνευμένος, -η, -ο
είχαν ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
ήταν ερμηνευμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ερμηνεύωθα ερμηνεύουμε, θα ερμηνεύομεθα ερμηνεύομαιθα ερμηνευόμαστε
θα ερμηνεύειςθα ερμηνεύετεθα ερμηνεύεσαιθα ερμηνεύεστε, θα ερμηνευόσαστε
θα ερμηνεύειθα ερμηνεύουν(ε)θα ερμηνεύεταιθα ερμηνεύονται
Fut
ur
θα ερμηνεύσωθα ερμηνεύσουμε, θα ερμηνεύσομεθα ερμηνευτώ, θα ερμηνευθώθα ερμηνευτούμε, θα ερμηνευθούμε
θα ερμηνεύσειςθα ερμηνεύσετεθα ερμηνευτείς, θα ερμηνευθείςθα ερμηνευτείτε, θα ερμηνευθείτε
θα ερμηνεύσειθα ερμηνεύσουν(ε)θα ερμηνευτεί, θα ερμηνευθείθα ερμηνευτούν(ε), θα ερμηνευθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ερμηνεύσει
θα έχω ερμηνευμένο
θα έχουμε ερμηνεύσει
θα έχουμε ερμηνευμένο
θα έχω ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
θα είμαι ερμηνευμένος, -η
θα έχουμε ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
θα είμαστε ερμηνευμένοι, -ες
θα έχεις ερμηνεύσει
θα έχεις ερμηνευμένο
θα έχετε ερμηνεύσει
θα έχετε ερμηνευμένο
θα έχεις ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
θα είσαι ερμηνευμένος, -η
θα έχετε ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
θα είστε ερμηνευμένοι, -ες
θα έχει ερμηνεύσει
θα έχει ερμηνευμένο
θα έχουν ερμηνεύσει
θα έχουν ερμηνευμένο
θα έχει ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
θα είναι ερμηνευμένος, -η, -ο
θα έχουν ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
θα είναι ερμηνευμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ερμηνεύωνα ερμηνεύουμε, να ερμηνεύομενα ερμηνεύομαινα ερμηνευόμαστε
να ερμηνεύειςνα ερμηνεύετενα ερμηνεύεσαινα ερμηνεύεστε, να ερμηνευόσαστε
να ερμηνεύεινα ερμηνεύουν(ε)να ερμηνεύεταινα ερμηνεύονται
Aoristνα ερμηνεύσωνα ερμηνεύσουμε, να ερμηνεύσομενα ερμηνευτώ, να ερμηνευθώνα ερμηνευτούμε, να ερμηνευθούμε
να ερμηνεύσειςνα ερμηνεύσετενα ερμηνευτείς, να ερμηνευθείςνα ερμηνευτείτε, να ερμηνευθείτε
να ερμηνεύσεινα ερμηνεύσουν(ε)να ερμηνευτεί, να ερμηνευθείνα ερμηνευτούν(ε), να ερμηνευθούν(ε)
Perfνα έχω ερμηνεύσει
να έχω ερμηνευμένο
να έχουμε ερμηνεύσει
να έχουμε ερμηνευμένο
να έχω ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
να είμαι ερμηνευμένος, -η
να έχουμε ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
να είμαστε ερμηνευμένοι, -ες
να έχεις ερμηνεύσει
να έχεις ερμηνευμένο
να έχετε ερμηνεύσει
να έχετε ερμηνευμένο
να έχεις ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
να είσαι ερμηνευμένος, -η
να έχετε ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
να είστε ερμηνευμένοι, -ες
να έχει ερμηνεύσει
να έχει ερμηνευμένο
να έχουν ερμηνεύσει
να έχουν ερμηνευμένο
να έχει ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
να είναι ερμηνευμένος, -η, -ο
να έχουν ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
να είναι ερμηνευμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presερμήνευεερμηνεύετεερμηνεύεστε
Aoristερμήνευσεερμηνεύστε, ερμηνεύσετεερμηνεύσουερμηνευτείτε, ερμηνευθείτε
Part
izip
Presερμηνεύονταςερμηνευόμενος
Perfέχοντας ερμηνεύσει, έχοντας ερμηνευμένοερμηνευμένος, -η, -οερμηνευμένοι, -ες, -α
InfinAoristερμηνεύσειερμηνευτεί, ερμηνευθεί













Griechische Definition zu ερμηνεύω

ερμηνεύω [erminévo] -ομαι : 1.βρίσκω στοιχεία, κυρίως αίτια, που αφορούν κτ. άγνωστο ή δυσνόητο, έτσι ώστε αυτό να γίνει γνωστό ή κατανοητό· εξηγώ: ερμηνεύω σωστά / λανθασμένα κάτι. Όχι μόνο να ερμηνεύσουμε τη δομή της κοινωνίας αλλά και να την αλλάξουμε. ερμηνεύω ένα γεγονός / ένα φαινόμενο, για τα αίτια και την εξέλιξή του. ερμηνεύω τη συμπεριφορά / τις ενέργειες κάποιου, για τα κίνητρα, τους στόχους, τις προθέσεις του. Δεν μπορώ να ερμηνεύσω την άρνησή σου. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback