επικοινωνώ Verb  [epikinono, epikoinwnw]

  Verb
(18)
(0)
(0)

Etymologie zu επικοινωνώ

επικοινωνώ altgriechisch ἐπικοινωνέω / ἐπικοινωνῶ


GriechischDeutsch
Έμαθα μια ερμηνεύριμη γλώσσα ... που με βοηθά να επικοινωνώ με μερικές δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπους, απο τα περίπου 7 δισ.Ich erlernte eine interpretierbare Sprache, welche mir nur dabei hilft mit ein paar Millionen Menschen, aus 7 Milliarden zu kommunizieren.

Übersetzung nicht bestätigt

Απλά μου αρέσει να επικοινωνώ με τον κόσμο.Ich mag es einfach mit Leuten zu kommunizieren.

Übersetzung nicht bestätigt

Και εξ αιτίας αυτού, μπορώ να επικοινωνώ καλύτερα από ποτέ.Und deshalb kann ich noch immer so gut kommunizieren wie früher.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu επικοινωνώ

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
επικοινωνώεπικοινωνούμε
επικοινωνείςεπικοινωνείτε
επικοινωνείεπικοινωνούν(ε)
Imper
fekt
επικοινωνούσαεπικοινωνούσαμε
επικοινωνούσεςεπικοινωνούσατε
επικοινωνούσεεπικοινωνούσαν(ε)
Aoristεπικοινώνησαεπικοινωνήσαμε
επικοινώνησεςεπικοινωνήσατε
επικοινώνησεεπικοινώνησαν, επικοινωνήσαν(ε)
Perf
ekt
έχω επικοινωνήσειέχουμε επικοινωνήσει
έχεις επικοινωνήσειέχετε επικοινωνήσει
έχει επικοινωνήσειέχουν επικοινωνήσει
Plu
perf
ekt
είχα επικοινωνήσειείχαμε επικοινωνήσει
είχες επικοινωνήσειείχατε επικοινωνήσει
είχε επικοινωνήσειείχαν επικοινωνήσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα επικοινωνώθα επικοινωνούμε
θα επικοινωνείςθα επικοινωνείτε
θα επικοινωνείθα επικοινωνούν(ε)
Fut
ur
θα επικοινωνήσωθα επικοινωνήσουμε
θα επικοινωνήσειςθα επικοινωνήσετε
θα επικοινωνήσειθα επικοινωνήσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω επικοινωνήσειθα έχουμε επικοινωνήσει
θα έχεις επικοινωνήσειθα έχετε επικοινωνήσει
θα έχει επικοινωνήσειθα έχουν επικοινωνήσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να επικοινωνώνα επικοινωνούμε
να επικοινωνείςνα επικοινωνείτε
να επικοινωνείνα επικοινωνούν(ε)
Aoristνα επικοινωνήσωνα επικοινωνήσουμε, να επικοινωνήσομε
να επικοινωνήσειςνα επικοινωνήσετε
να επικοινωνήσεινα επικοινωνήσουν(ε)
Perfνα έχω επικοινωνήσεινα έχουμε επικοινωνήσει
να έχεις επικοινωνήσεινα έχετε επικοινωνήσει
να έχει επικοινωνήσεινα έχουν επικοινωνήσει
Imper
ativ
Presεπικοινωνείτε
Aoristεπικοινώνησεεπικοινωνήστε, επικοινωνήσετε
Part
izip
Presεπικοινωνώντας
Perfέχοντας επικοινωνήσει
InfinAoristεπικοινωνήσει





Griechische Definition zu επικοινωνώ

επικοινωνώ [epikinonó] .9α : 1α.μεταδίδω ένα μήνυμα, μια πληροφορία κτλ. σε κπ. ή ανταλλάσσω γνώσεις, σκέψεις κτλ. με κπ.: Nα επικοινωνήσουμε οπωσδήποτε αύριο. Οι κρατούμενοι επικοινωνούσαν μεταξύ τους με συνθηματικά χτυπήματα στον τοίχο. || (προφ.): Επικοινωνείς (με τον εγκέφαλό σου);, ελέγχεις αυτά που λες ή κάνεις; β. (για τόπο, χώρο, σημείο) έχω δυνατότητα επικοινωνίας, μετακίνησης ή μεταφοράς με άλλον τόπο, χώρο, σημείο: H κουζίνα επικοινωνεί και με το διάδρομο και με την τραπεζαρία. Tα νησιά και οι παραθαλάσσιες περιοχές επικοινωνούν ευκολότερα μεταξύ τους. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback