εξολοθρεύω Verb  [eksolothrevo, eksolothreyw]

  Verb
(2)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu εξολοθρεύω

εξολοθρεύω Koine-Griechisch ἐξολοθρεύω altgriechisch ἐξολεθρεύω ἐξ + ὀλεθρεύω ὄλεθρος


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu εξολοθρεύω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
εξολοθρεύωεξολοθρεύουμε, εξολοθρεύομεεξολοθρεύομαιεξολοθρευόμαστε
εξολοθρεύειςεξολοθρεύετεεξολοθρεύεσαιεξολοθρεύεστε, εξολοθρευόσαστε
εξολοθρεύειεξολοθρεύουν(ε)εξολοθρεύεταιεξολοθρεύονται
Imper
fekt
εξολόθρευαεξολοθρεύαμεεξολοθρευόμουν(α)εξολοθρευόμαστε
εξολόθρευεςεξολοθρεύατεεξολοθρευόσουν(α)εξολοθρευόσαστε
εξολόθρευεεξολόθρευαν, εξολοθρεύαν(ε)εξολοθρευόταν(ε)εξολοθρεύονταν
Aoristεξολόθρευσα, εξολόθρεψαεξολοθρεύσαμε, εξολοθρέψαμεεξολοθρεύτηκα, εξολοθρεύθηκαεξολοθρευτήκαμε, εξολοθρευθήκαμε
εξολόθρευσες, εξολόθρεψεςεξολοθρεύσατε, εξολοθρέψατεεξολοθρεύτηκες, εξολοθρεύθηκεςεξολοθρευτήκατε, εξολοθρευθήκατε
εξολόθρευσε, εξολόθρεψεεξολόθρευσαν, εξολοθρεύσαν(ε)
εξολόθρεψαν, εξολοθρέψαν(ε)
εξολοθρεύτηκε, εξολοθρεύθηκεεξολοθρεύτηκαν, εξολοθρευτήκαν(ε)
εξολοθρεύθηκαν, εξολοθρευθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω εξολοθρεύσει
έχω εξολοθρέψει
έχω εξολοθρευμένο
έχουμε εξολοθρεύσει
έχουμε εξολοθρέψει
έχουμε εξολοθρευμένο
έχω εξολοθρευτεί
έχω εξολοθρευθεί
είμαι εξολοθρευμένος, -η
έχουμε εξολοθρευτεί
έχουμε εξολοθρευθεί
είμαστε εξολοθρευμένοι, -ες
έχεις εξολοθρεύσει
έχεις εξολοθρέψει
έχεις εξολοθρευμένο
έχετε εξολοθρεύσει
έχετε εξολοθρέψει
έχετε εξολοθρευμένο
έχεις εξολοθρευτεί
έχεις εξολοθρευθεί
είσαι εξολοθρευμένος, -η
έχετε εξολοθρευτεί
έχετε εξολοθρευθεί
είστε εξολοθρευμένοι, -ες
έχει εξολοθρεύσει
έχει εξολοθρέψει
έχει εξολοθρευμένο
έχουν εξολοθρεύσει
έχουν εξολοθρέψει
έχουν εξολοθρευμένο
έχει εξολοθρευτεί
έχει εξολοθρευθεί
είναι εξολοθρευμένος, -η, -ο
έχουν εξολοθρευτεί
έχουν εξολοθρευθεί
είναι εξολοθρευμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα εξολοθρεύσει
είχα εξολοθρέψει
είχα εξολοθρευμένο
είχαμε εξολοθρεύσει
είχαμε εξολοθρέψει
είχαμε εξολοθρευμένο
είχα εξολοθρευτεί
είχα εξολοθρευθεί
ήμουν εξολοθρευμένος, -η
είχαμε εξολοθρευτεί
είχαμε εξολοθρευθεί
ήμαστε εξολοθρευμένοι, -ες
είχες εξολοθρεύσει
είχες εξολοθρέψει
είχες εξολοθρευμένο
είχατε εξολοθρεύσει
είχατε εξολοθρέψει
είχατε εξολοθρευμένο
είχες εξολοθρευτεί
είχες εξολοθρευθεί
ήσουν εξολοθρευμένος, -η
είχατε εξολοθρευτεί
είχατε εξολοθρευθεί
ήσαστε εξολοθρευμένοι, -ες
είχε εξολοθρεύσει
είχε εξολοθρέψει
είχε εξολοθρευμένο
είχαν εξολοθρεύσει
είχαν εξολοθρέψει
είχαν εξολοθρευμένο
είχε εξολοθρευτεί
είχε εξολοθρευθεί
ήταν εξολοθρευμένος, -η, -ο
είχαν εξολοθρευτεί
είχαν εξολοθρευθεί
ήταν εξολοθρευμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα εξολοθρεύωθα εξολοθρεύουμε, θα εξολοθρεύομεθα εξολοθρεύομαιθα εξολοθρευόμαστε
θα εξολοθρεύειςθα εξολοθρεύετεθα εξολοθρεύεσαιθα εξολοθρεύεστε, θα εξολοθρευόσαστε
θα εξολοθρεύειθα εξολοθρεύουν(ε)θα εξολοθρεύεταιθα εξολοθρεύονται
Fut
ur
θα εξολοθρεύσω, θα εξολοθρέψωθα εξολοθρεύσουμε, θα εξολοθρεύσομε
θα εξολοθρέψουμε, θα εξολοθρέψομε
θα εξολοθρευτώ, θα εξολοθρευθώθα εξολοθρευτούμε, θα εξολοθρευθούμε
θα εξολοθρεύσεις, θα εξολοθρέψειςθα εξολοθρεύσετε, θα εξολοθρέψετεθα εξολοθρευτείς, θα εξολοθρευθείςθα εξολοθρευτείτε, θα εξολοθρευθείτε
θα εξολοθρεύσει, θα εξολοθρέψειθα εξολοθρεύσουν(ε), θα εξολοθρέψουν(ε)θα εξολοθρευτεί, θα εξολοθρευθείθα εξολοθρευτούν(ε), θα εξολοθρευθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω εξολοθρεύσει
θα έχω εξολοθρέψει
θα έχω εξολοθρευμένο
θα έχουμε εξολοθρεύσει
θα έχουμε εξολοθρέψει
θα έχουμε εξολοθρευμένο
θα έχω εξολοθρευτεί
θα έχω εξολοθρευθεί
θα είμαι εξολοθρευμένος, -η
θα έχουμε εξολοθρευτεί
θα έχουμε εξολοθρευθεί
θα είμαστε εξολοθρευμένοι, -ες
θα έχεις εξολοθρεύσει
θα έχεις εξολοθρέψει
θα έχεις εξολοθρευμένο
θα έχετε εξολοθρεύσει
θα έχετε εξολοθρέψει
θα έχετε εξολοθρευμένο
θα έχεις εξολοθρευτεί
θα έχεις εξολοθρευθεί
θα είσαι εξολοθρευμένος, -η
θα έχετε εξολοθρευτεί
θα έχετε εξολοθρευθεί
θα είστε εξολοθρευμένοι, -ες
θα έχει εξολοθρεύσει
θα έχει εξολοθρέψει
θα έχει εξολοθρευμένο
θα έχουν εξολοθρεύσει
θα έχουν εξολοθρέψει
θα έχουν εξολοθρευμένο
θα έχει εξολοθρευτεί
θα έχει εξολοθρευθεί
θα είναι εξολοθρευμένος, -η, -ο
θα έχουν εξολοθρευτεί
θα έχουν εξολοθρευθεί
θα είναι εξολοθρευμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να εξολοθρεύωνα εξολοθρεύουμε, να εξολοθρεύομενα εξολοθρεύομαινα εξολοθρευόμαστε
να εξολοθρεύειςνα εξολοθρεύετενα εξολοθρεύεσαινα εξολοθρεύεστε, να εξολοθρευόσαστε
να εξολοθρεύεινα εξολοθρεύουν(ε)να εξολοθρεύεταινα εξολοθρεύονται
Aoristνα εξολοθρεύσω, να εξολοθρέψωνα εξολοθρεύσουμε, να εξολοθρεύσομε
να εξολοθρέψουμε, να εξολοθρέψομε
να εξολοθρευτώ, να εξολοθρευθώνα εξολοθρευτούμε, να εξολοθρευθούμε
να εξολοθρεύσεις, να εξολοθρέψειςνα εξολοθρεύσετε, να εξολοθρέψετενα εξολοθρευτείς, να εξολοθρευθείςνα εξολοθρευτείτε, να εξολοθρευθείτε
να εξολοθρεύσει, να εξολοθρέψεινα εξολοθρεύσουν(ε), να εξολοθρέψουν(ε)να εξολοθρευτεί, να εξολοθρευθείνα εξολοθρευτούν(ε), να εξολοθρευθούν(ε)
Perfνα έχω εξολοθρεύσει
να έχω εξολοθρέψει
να έχω εξολοθρευμένο
να έχουμε εξολοθρεύσει
να έχουμε εξολοθρέψει
να έχουμε εξολοθρευμένο
να έχω εξολοθρευτεί
να έχω εξολοθρευθεί
να είμαι εξολοθρευμένος, -η
να έχουμε εξολοθρευτεί
να έχουμε εξολοθρευθεί
να είμαστε εξολοθρευμένοι, -ες
να έχεις εξολοθρεύσει
να έχεις εξολοθρέψει
να έχεις εξολοθρευμένο
να έχετε εξολοθρεύσει
να έχετε εξολοθρέψει
να έχετε εξολοθρευμένο
να έχεις εξολοθρευτεί
να έχεις εξολοθρευθεί
να είσαι εξολοθρευμένος, -η
να έχετε εξολοθρευτεί
να έχετε εξολοθρευθεί
να είστε εξολοθρευμένοι, -ες
να έχει εξολοθρεύσει
να έχει εξολοθρέψει
να έχει εξολοθρευμένο
να έχουν εξολοθρεύσει
να έχουν εξολοθρέψει
να έχουν εξολοθρευμένο
να έχει εξολοθρευτεί
να έχει εξολοθρευθεί
να είναι εξολοθρευμένος, -η, -ο
να έχουν εξολοθρευτεί
να έχουν εξολοθρευθεί
να είναι εξολοθρευμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presεξολόθρευεεξολοθρεύετεεξολοθρεύεστε
Aoristεξολόθρευσε, εξολόθρεψεεξολοθρεύστε, εξολοθρεύσετε
εξολοθρέψτε, εξολοθρέψετε
εξολοθρεύσουεξολοθρευτείτε, εξολοθρευθείτε
Part
izip
Presεξολοθρεύονταςεξολοθρευόμενος
Perfέχοντας εξολοθρεύσει, έχοντας εξολοθρέψει
έχοντας εξολοθρευμένο
εξολοθρευμένος, -η, -οεξολοθρευμένοι, -ες, -α
InfinAoristεξολοθρεύσει, εξολοθρέψειεξολοθρευτεί, εξολοθρευθεί









Griechische Definition zu εξολοθρεύω

εξολοθρεύω [eksoloθrévo] -ομαι μππ. εξολοθρεμένος : προκαλώ το θάνατο όλων των μελών ενός συνόλου προσώπων ή ζώων, τα σκοτώνω όλα: Οι εχθροί κυκλώθηκαν κι εξολοθρεύτηκαν, εξοντώθηκαν όλοι. Εξολοθρεύτηκαν τα ψάρια από τη μόλυνση / τα άγρια πουλιά από το κυνήγι. H πανούκλα εξολόθρευσε το ένα τρίτο του πληθυσμού της χώρας. || (επέκτ. για φυτά): Οι ακρίδες εξολόθρευσαν τα σπαρτά.

[λόγ. < ελνστ. ἐξολοθρεύω < ἐξολεθρεύω με προχωρ. αφομ. [o-e > o-o] ]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback