εξάγω Verb  [eksago, eksaro, eksagw]

  Verb
(5)
  Verb
(4)
  Verb
(1)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu εξάγω

εξάγω Etymologie fehlt


GriechischDeutsch
Θα ήθελα να ρωτήσω συμπληρωματικά τον Επίτροπο εάν μπορώ να εξάγω επίσης το συμπέρασμα εν προκειμένω ότι θα συμπεριληφθούν κοινωνικές ρήτρες στο πλαίσιο των δημοσίων μειοδοτικών διαγωνισμών σε περίπτωση που αυτές δεν συνιστούν προτιμησιακή διαχείριση υπέρ της μιας ή της άλλης επιχείρησης, αλλά αποσκοπούν να συνδράμουν στην αύξηση των πιθανοτήτων απασχόλησης μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας η οποία αντιμετωπίζει δυσκολίες όσον αφορά την πρόσβασή της στην αγορά εργασίας, ή μπορώ να εξάγω το συμπέρασμα ότι και αυτό είναι κάτι το οποίο επιτρέπεται;Ich möchte dem Kommissar noch die Zusatzfrage stellen, ob ich daraus auch den Schluß ziehen darf, daß Sozialklauseln im Rahmen öffentlicher Ausschreibungen sofern darin nicht für die eine oder andere Firma Vorrechte gefordert werden, sondern versucht wird, einer bestimmten gesellschaflichen Gruppe, die Schwierigkeiten auf dem Arbeitsmarkt hat, eine Beschäftigungsmöglichkeit zu bieten ebenfalls zulässig sind.

Übersetzung bestätigt

Αν και δεν επιχειρώ να εξάγω τελικά συμπεράσματα από μια συζήτηση που δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, εκείνο που προκύπτει από τις συνομιλίες είναι ότι το ζήτημα που πρόκειται να εξεταστεί στη διάσκεψη μεταξύ των κρατών μελών και των υποψηφίων χωρών δεν θα συνδέεται άμεσα με την ένταξη.Obwohl ich bemüht bin, keine endgültigen Schlüsse aus einer Diskussion zu ziehen, die noch nicht zu Ende ist, ergibt sich aus den geführten Beratungen, daß die auf dieser Konferenz zwischen den Mitgliedstaaten und den Kandidatenländern zu behandelnden Fragen nicht unmittelbar beitrittsbezogen sein werden.

Übersetzung bestätigt



Grammatik

Grammatik zu εξάγω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
εξάγωεξάγουμε, εξάγομεεξάγομαιεξαγόμαστε
εξάγεξεξάγετεεξάγεσαιεξάγεστε, εξαγόσαστε
εξάγειεξάγουν(ε)εξάγεταιεξάγονται
Imper
fekt
εξήγαεξήγαμεεξαγόμουν(α)εξαγόμαστε
εξήγεςεξήγατεεξαγόσουν(α)εξαγόσαστε
εξήγεεξήγανεξαγόταν(ε)εξάγονταν
Aoristεξήγαγαεξηγάγαμε(εξάχθηκα)(εξαχθήκαμε)
εξήγαγεςεξηγάγατε(εξάχθηκες)(εξαχθήκατε)
εξήγαγεεξήγαγαν(εξάχθηκε) εξήχθη(εξάχθηκαν) εξήχθησαν
Per
fekt
έχω εξαγάγειέχουμε εξαγάγειέχω εξαχθείέχουμε εξαχθεί
έχεξ εξαγάγειέχετε εξαγάγειέχεξ εξαχθείέχετε εξαχθεί
έχει εξαγάγειέχουν εξαγάγειέχει εξαχθείέχουν εξαχθεί
Plu
per
fekt
είχα εξαγάγειείχαμε εξαγάγειείχα εξαχθείείχαμε εξαχθεί
είχες εξαγάγειείχατε εξαγάγειείχες εξαχθείείχατε εξαχθεί
είχε εξαγάγειείχαν εξαγάγειείχε εξαχθείείχαν εξαχθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα εξάγωθα εξάγουμε, θα εξάγομεθα εξάγομαιθα εξαγόμαστε
θα εξάγεξθα εξάγετεθα εξάγεσαιθα εξάγεστε, θα εξαγόσαστε
θα εξάγειθα εξάγουν(ε)θα εξάγεταιθα εξάγονται
Fut
ur
θα εξηγάγωθα εξηγάγουμε, θα εξηγάγομεθα εξαχθώθα εξαχθούμε
θα εξαγάγεξθα εξηγάγετεθα εξαχθείςθα εξαχθείτε
θα εξαγάγειθα εξηγάγουν(ε)θα εξαχθείθα εξαχθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω εξαγάγειθα έχουμε εξαγάγειθα έχω εξαχθείθα έχουμε εξαχθεί
θα έχεξ εξαγάγειθα έχετε εξαγάγειθα έχεξ εξαχθείθα έχετε εξαχθεί
θα έχει εξαγάγειθα έχουν εξαγάγειθα έχει εξαχθείθα έχουν εξαχθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να εξάγωνα εξάγουμε, να εξάγομενα εξάγομαινα εξαγόμαστε
να εξάγεξνα εξάγετενα εξάγεσαινα εξάγεστε, να εξαγόσαστε
να εξάγεινα εξάγουν(ε)να εξάγεταινα εξάγονται
Aoristνα εξηγάγωνα εξηγάγουμε, να εξηγάγομενα εξαχθώνα εξαχθούμε
να εξαγάγεξνα εξηγάγετενα εξαχθείςνα εξαχθείτε
να εξαγάγεινα εξηγάγουν(ε)να εξαχθείνα εξαχθούν(ε)
Perfνα έχω εξαγάγεινα έχουμε εξαγάγεινα έχω εξαχθείνα έχουμε εξαχθεί
να έχεξ εξαγάγεινα έχετε εξαγάγεινα έχεξ εξαχθείνα έχετε εξαχθεί
να έχει εξαγάγεινα έχουν εξαγάγεινα έχει εξαχθείνα έχουν εξαχθεί
Imper
ativ
Presεξάγετεεξάγεστε
Aoristεξαγάγετεεξαχθείτε
Part
izip
Presεξάγοντας(εξαγόμενος)
Perfέχοντας εξαγάγει(εξαγμένος, -η, -ο)(εξαγμένοι, -ες, -α)
InfinAoristεξαγάγειεξαχθεί















Griechische Definition zu εξάγω

εξάγω [eksáγo] -ομαι Ρ πρτ. εξήγα, αόρ. εξήγαγα, απαρέμφ. εξαγάγει, παθ. αόρ. (σπάν.) εξάχθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και εξήχθη, εξήχθησαν, απαρέμφ. εξαχθεί : 1.κάνω εξαγωγή. ANT εισάγω. α. (για εμπόρευμα) διαθέτω στην αγορά του εξωτερικού: H Ελλάδα εξάγει κυρίως γεωργικά προϊόντα. || Φτωχή χώρα που δεν εξάγει τίποτε άλλο εκτός από εργατικά χέρια. β. (για άλλα αγαθά) μεταφέρω σε άλλη χώρα: Επιχείρησε να εξαγάγει παράνομα συνάλλαγμα. Έργα τέχνης που έχουν εξαχθεί παράνομα στο εξωτερικό, τα έχουν μεταφέρει. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback