{ο}  ενθουσιασμός Subst.  [enthusiasmos, enthoysiasmos]

{die}    Subst.
(114)
{der}    Subst.
(75)
{die}    Subst.
(15)
{der}    Subst.
(2)

Etymologie zu ενθουσιασμός

ενθουσιασμός altgriechisch ἐνθουσιασμός


GriechischDeutsch
Αυτό υπήρξε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα εμπειρία που έδειξε πόσος ενθουσιασμός και ενδιαφέρον για την γεωργία υπάρχει ακόμα από τη πλευρά των νέων γενεών.Dies sei eine äußerst interessante Erfahrung gewesen, die gezeigt habe, daß seitens der jungen Generation nach wie vor Interesse und Begeisterung für die Landwirtschaft bestehe.

Übersetzung bestätigt

BURANI παρατηρεί ότι ο ενθουσιασμός που είχε εκφρασθεί επίσημα για τη διεύρυνση δίδει τώρα τη θέση του σε μια πιο ρεαλιστική θεώρηση των κινδύνων.Herr BURANI gibt zu bedenken, daß auf die offiziell bekundete Begeisterung für die Erweiterung nun eine realistischere Sicht dessen, was auf dem Spiel stehe, folge.

Übersetzung bestätigt

Χρειάζεται, όπως ακριβώς συνέβη στην Ευρώπη κατά τη δεκαετία του '70, να μεταβιβασθεί αυτός ο ενθουσιασμός για ένα κοινό μέλλον στους πολίτες των διάφορων χωρών, και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω των διαρθρωτικών οργανώσεων της κοινωνίας.Wie in Europa in den 70er Jahren muss den Bürgern der einzelnen Staaten die Begeisterung für eine gemeinsame Zukunft vermittelt werden, und dies kann allein über die in der Gesellschaft verankerten Organisationen erfolgen.

Übersetzung bestätigt

Όμως, ο ενθουσιασμός αυτός δεν συνοδεύεται πάντα από ιδέες για να γίνει ένα άλμα προόδου, για να υποβληθούν νέες και αποτελεσματικές προτάσεις.Aber diese Begeisterung geht nicht immer einher mit Ideen, wie man vorankommen und neue und überzeugende Vorschläge erarbeiten kann.

Übersetzung bestätigt

Ο ενθουσιασμός των Ευρωπαίων για το νέο νόμισμα εξακολουθεί να αποτελεί τον κυριότερο παράγοντα επιτυχίας.Die Begeisterung der Europäer über ihre neue Währung ist nach wie der Garant für den Erfolg.

Übersetzung bestätigt





Griechische Definition zu ενθουσιασμός

ενθουσιασμός ο [enθusiazmós] : 1α.έξαρση συναισθήματος ευαρέσκειας, ευχαρίστησης, χαράς, ικανοποίησης κτλ., η κατάσταση εκείνου που κυριαρχείται από ένα τέτοιο συναίσθημα και το εκδηλώνει με τρόπο έντονο: Παράφορος / μεγάλος / ακράτητος / ζωηρός / άσβεστος / απερίγραπτος / έκδηλος ενθουσιασμός. Εκδηλώσεις ενθουσιασμού. Zητωκραυγές ενθουσιασμού. Προκαλώ / εμπνέω / μεταδίδω ενθουσιασμό. Δέχτηκε με ενθουσιασμό την πρότασή του. Zητωκραύγαζαν με ενθουσιασμό. Kατέχομαι από ενθουσιασμό. Mε παρασέρνει / με συνεπαίρνει ο ενθουσιασμός. Kρύβω / εκδηλώνω / δείχνω τον ενθουσιασμό μου. β. έξαρση των ψυχικών δυνάμεων και της διάθεσης για δράση, για τολμηρές πράξεις κτλ.: Εργάστηκε με πίστη και ενθουσιασμό. Aγωνίστηκε με την πίστη και τον ενθουσιασμό που διακρίνει το νεοφώτιστο. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback