εκμεταλλεύομαι Verb  [ekmetallevome, ekmetalleyomai]

  Verb
(11)
  Verb
(4)
  Verb
(2)
(1)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu εκμεταλλεύομαι

εκμεταλλεύομαι Koine-Griechisch ἐκμεταλλεύω ((Lehnübersetzung) französisch exploiter une mine[1])


GriechischDeutsch
Κυρία Πρόεδρε, εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία για να συγχαρώ τη συνάδελφο κ. Torres Marques και τους άλλους συναδέλφους για την εργασία τους.Frau Präsidentin, ich möchte die Gelegenheit nutzen und die Kollegin Torres Marques und die anderen Kollegen zu der geleisteten Arbeit beglückwünschen.

Übersetzung bestätigt

Για τον λόγο αυτό, γνωρίζετε βέβαια εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία, εφόσον τέθηκε η ερώτηση ότι τον Δεκέμβριο του 1997 η γαλλική κυβέρνηση δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα μια νέα προκήρυξη διαγωνισμού που θα επιτρέψει την πραγματοποίηση τακτικών πτήσεων, τουλάχιστον από ορισμένες πόλεις, προς το Στρασβούργο, και μάλιστα από την αρχή αυτής της εβδομάδας, εάν όλα πάνε καλά.Wie Sie nun sicherlich wissen ich möchte, da die Frage nun einmal gestellt ist, die Gelegenheit nutzen, dies zu sagen -, hat die französische Regierung im Dezember 1997 im Amtsblatt eine neue Ausschreibung veröffentlicht, die regelmäßige Flüge zumindest von einigen Städten aus nach Straßburg ermöglichen wird, und zwar, wenn alles gut geht, im Prinzip ab dieser Woche.

Übersetzung bestätigt



Grammatik

Grammatik zu εκμεταλλεύομαι

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
εκμεταλλεύομαιεκμεταλλευόμαστε
εκμεταλλεύεσαιεκμεταλλεύεστε, εκμεταλλευόσαστε
εκμεταλλεύεταιεκμεταλλεύονται
Imper
fekt
εκμεταλλευόμουν(α)εκμεταλλευόμαστε
εκμεταλλευόσουν(α)εκμεταλλευόσαστε
εκμεταλλευόταν(ε)εκμεταλλεύονταν
Aoristεκμεταλλεύτηκα, εκμεταλλεύθηκαεκμεταλλευτήκαμε, εκμεταλλευθήκαμε
εκμεταλλεύτηκες, εκμεταλλεύθηκεςεκμεταλλευτήκατε, εκμεταλλευθήκατε
εκμεταλλεύτηκε, εκμεταλλεύθηκεεκμεταλλεύτηκαν, εκμεταλλευθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθείέχουμε εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί
έχεις εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθείέχετε εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί
έχει εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθείέχουν εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί
Plu
per
fekt
είχα εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθείείχαμε εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί
είχες εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθείείχατε εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί
είχε εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθείείχαν εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα εκμεταλλεύομαιθα εκμεταλλευόμαστε
θα εκμεταλλεύεσαιθα εκμεταλλεύεστε, θα εκμεταλλευόσαστε
θα εκμεταλλεύεταιθα εκμεταλλεύονται
Fut
ur
θα εκμεταλλευτώ, θα εκμεταλλευθώθα εκμεταλλευτούμε, θα εκμεταλλευθούμε
θα εκμεταλλευτείς, θα εκμεταλλευθείςθα εκμεταλλευτείτε, θα εκμεταλλευθείτε
θα εκμεταλλευτεί, θα εκμεταλλευθείθα εκμεταλλευτούν(ε), θα εκμεταλλευθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθείθα έχουμε εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί
θα έχεις εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθείθα έχετε εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί
θα έχει εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθείθα έχουν εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να εκμεταλλεύομαινα εκμεταλλευόμαστε
να εκμεταλλεύεσαινα εκμεταλλεύεστε, να εκμεταλλευόσαστε
να εκμεταλλεύεταινα εκμεταλλεύονται
Aoristνα εκμεταλλευτώ, να εκμεταλλευθώνα εκμεταλλευτούμε, να εκμεταλλευθούμε
να εκμεταλλευτείς, να εκμεταλλευθείςνα εκμεταλλευτείτε, να εκμεταλλευθείτε
να εκμεταλλευτεί, να εκμεταλλευθείνα εκμεταλλευτούν(ε), να εκμεταλλευθούν(ε)
Perfνα έχω εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθείνα έχουμε εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί
να έχεις εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθείνα έχετε εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί
να έχει εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθείνα έχουν εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί
Imper
ativ
Presεκμεταλλεύεστε
Aoristεκμεταλλεύσου, εκμεταλλέψουεκμεταλλευτείτε, εκμεταλλευθείτε
Part
izip
Pres
Perf
InfinAoristεκμεταλλευτεί, εκμεταλλευθεί

















Griechische Definition zu εκμεταλλεύομαι

εκμεταλλεύομαι [ekmetalévome] .1β : 1.χρησιμοποιώ κτ. για να αποκομίσω οικονομικό όφελος, κέρδος: Tο κράτος πρέπει να εκμεταλλευτεί όλες τις πλουτοπαραγωγικές πηγές. Εκμεταλλεύτηκε το κεφάλαιό του με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. εκμεταλλεύομαι τη δύναμη του νερού. || χρησιμοποιώ κτ. με τρόπο ωφέλιμο· αξιοποιώ: Για να εκμεταλλευτούμε καλύτερα το χώρο, πρέπει να αλλάξουμε διαρρύθμιση. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback