εγκαθιστώ Verb  [egkathisto, egkathistw]

  Verb
(1)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu εγκαθιστώ

εγκαθιστώ altgriechisch ἐγκαθίστημι ἐν + κατά + ἵστημι


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu εγκαθιστώ

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
εγκαθιστώεγκαθιστούμεεγκαθίσταμαι(εγκαθιστάμεθα)
εγκαθιστάςεγκαθιστάτεεγκαθίστασαι(εγκαθίστασθε)
εγκαθιστάεγκαθιστούν(ε)εγκαθίσταταιεγκαθίστανται
Imper
fekt
εγκαθιστούσαεγκαθιστούσαμε
εγκαθιστούσεςεγκαθιστούσατε
εγκαθιστούσεεγκαθιστούσαν(ε)εγκαθίστατοεγκαθίσταντο
Aoristεγκατέστησαεγκαταστήσαμεεγκαταστάθηκαεγκατασταθήκαμε
εγκατέστησεςεγκαταστήσατεεγκαταστάθηκεςεγκατασταθήκατε
εγκατέστησεεγκατέστησαν, εγκαταστήσαν(ε)εγκαταστάθηκεεγκαταστάθηκαν, εγκατασταθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω εγκαταστήσειέχουμε εγκαταστήσειέχω εγκατασταθεί
είμαι εγκατεστημένος, -η
έχουμε εγκατασταθεί
είμαστε εγκατεστημένοι, -ες
έχεις εγκαταστήσειέχετε εγκαταστήσειέχεις εγκατασταθεί
είσαι εγκατεστημένος, -η
έχετε εγκατασταθεί
είστε εγκατεστημένοι, -ες
έχει εγκαταστήσειέχουν εγκαταστήσειέχει εγκατασταθεί
είναι εγκατεστημένος, -η, -ο
έχουν εγκατασταθεί
είναι εγκατεστημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα εγκαταστήσειείχαμε εγκαταστήσειείχα εγκατασταθεί
ήμουν εγκατεστημένος, -η
είχαμε εγκατασταθεί
ήμαστε εγκατεστημένοι, -ες
είχες εγκαταστήσειείχατε εγκαταστήσειείχες εγκατασταθεί
ήσουν εγκατεστημένος, -η
είχατε εγκατασταθεί
ήσαστε εγκατεστημένοι, -ες
είχε εγκαταστήσειείχαν εγκαταστήσειείχε εγκατασταθεί
ήταν εγκατεστημένος, -η, -ο
είχαν εγκατασταθεί
ήταν εγκατεστημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα εγκαθιστώθα εγκαθιστούμεθα εγκαθίσταμαι(θα εγκαθιστάμεθα)
θα εγκαθιστάςθα εγκαθιστάτεθα εγκαθίστασαι(θα εγκαθίστασθε)
θα εγκαθιστάθα εγκαθιστούν(ε)θα εγκαθίσταταιθα εγκαθίστανται
Fut
ur
θα εγκαταστήσωθα εγκαταστήσουμε, θα εγκαταστήσομεθα εγκατασταθώθα εγκατασταθούμε
θα εγκαταστήσειςθα εγκαταστήσετεθα εγκατασταθείςθα εγκατασταθείτε
θα εγκαταστήσειθα εγκαταστήσουν(ε)θα εγκατασταθείθα εγκατασταθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω εγκαταστήσειθα έχουμε εγκαταστήσει θα έχω εγκατασταθεί
θα είμαι εγκατεστημένος, -η
θα έχουμε εγκατασταθεί
θα είμαστε εγκατεστημένοι, -ες
θα έχεις εγκαταστήσειθα έχετε εγκαταστήσειθα έχεις εγκατασταθεί
θα είσαι εγκατεστημένος, -η
θα έχετε εγκατασταθεί
θα είστε εγκατεστημένοι, -ες
θα έχει εγκαταστήσειθα έχουν εγκαταστήσειθα έχει εγκατασταθεί
θα είναι εγκατεστημένος, -η, -ο
θα έχουν εγκατασταθεί
θα είναι εγκατεστημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να εγκαθιστώνα εγκαθιστούμενα εγκαθίσταμαι(να εγκαθιστάμεθα)
να εγκαθιστάςνα εγκαθιστάτενα εγκαθίστασαι(να εγκαθίστασθε)
να εγκαθιστάνα εγκαθιστούν(ε)να εγκαθίσταταινα εγκαθίστανται
Aoristνα εγκαταστήσωνα εγκαταστήσουμε, να εγκαταστήσομενα εγκατασταθώνα εγκατασταθούμε
να εγκαταστήσειςνα εγκαταστήσετενα εγκατασταθείςνα εγκατασταθείτε
να εγκαταστήσεινα εγκαταστήσουν(ε)να εγκατασταθείνα εγκατασταθούν(ε)
Perfνα έχω εγκαταστήσεινα έχουμε εγκαταστήσεινα έχω εγκατασταθεί
να είμαι εγκατεστημένος, -η
να έχουμε εγκατασταθεί
να είμαστε εγκατεστημένοι, -ες
να έχεις εγκαταστήσεινα έχετε εγκαταστήσεινα έχεις εγκατασταθεί
να είσαι εγκατεστημένος, -η
να έχετε εγκατασταθεί
να είστε εγκατεστημένοι, -ες
να έχει εγκαταστήσεινα έχουν εγκαταστήσεινα έχει εγκατασταθεί
να είναι εγκατεστημένος, -η, -ο
να έχουν εγκατασταθεί
να είναι εγκατεστημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presεγκαθιστάτε(εγκαθιστάσθε)
Aoristεγκατάστησεεγκαταστήστε, εγκαταστήσετεεγκαταστήσουεγκατασταθείτε
Part
izip
Presεγκαθιστώνταςεγκαθιστάμενος
Perfέχοντας εγκαταστήσειεγκατεστημένος, -η, -οεγκατεστημένοι, -ες, -α
InfinAoristεγκαταστήσειεγκατασταθεί















Griechische Definition zu εγκαθιστώ

εγκαθιστώ [eŋgaθistó] -αμαι .1α αόρ. εγκατέστησα και (σπάν.) εγκατάστησα, απαρέμφ. εγκαταστήσει, παθ. αόρ. εγκαταστάθηκα, απαρέμφ. εγκατασταθεί, μππ. και εγκατεστημένος* : τοποθετώ κτ. ή κπ. μόνιμα ή για μακρό χρονικό διάστημα κάπου. 1α. για πράγμα, συνήθ. για μηχάνημα, σύστημα μηχανισμών κτλ., το τοποθετώ έτσι ώστε να μπορεί να λειτουργήσει: Εγκατέστησα σύστημα εξαερισμού, έβαλα. Είχε εγκαταστήσει στο σπίτι του ραδιοφωνικό σταθμό, έστησε. || Εγκατέστησαν το παρατηρητήριό τους σε ένα ύψωμα. Εγκατέστησε το γραφείο του στον τρίτο όροφο. β. (πληροφ.) μεταφέρω ένα πρόγραμμα στο σκληρό δίσκο του υπολογιστή ακολουθώντας συγκεκριμένες οδηγίες: Δεν έχω εγκαταστήσει ακόμη τη νέα έκδοση του προγράμματος. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback