δοξάζω Verb  [doksazo, thoksazo, doksazw]

  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu δοξάζω

δοξάζω altgriechisch δοξάζω δόξα + -άζω δοκέω / δοκῶ δέχομαι proto-indogermanisch *deḱ- (δέχομαι, παίρνω)


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.




Griechische Definition zu δοξάζω

δοξάζω [δoksázo] -ομαι : 1α. κάνω κπ. ή κτ. ένδοξο, συντελώ στη δημιουργία ή στη διάδοση της πολύ καλής φήμης του: Λαμπροί επιστήμονες και καλλιτέχνες δόξασαν την Ελλάδα στο εξωτερικό. Ο M. Aλέξανδρος δοξάστηκε σε ολόκληρο τον κόσμο. β. (μππ.) β1. που έχει αποκτήσει δόξα με τις σπουδαίες πράξεις του, συνήθ. στον πολεμικό τομέα: Δοξασμένος στρατηγός, ένδοξος. Δοξασμένα παλικάρια. β2. για κτ. που έχει αποκτήσει μεγάλη φήμη από τις σπουδαίες πράξεις που έγιναν σ΄ αυτό (τοπικά ή χρονικά): Tα δοξασμένα ελληνικά βουνά. Tα δοξασμένα χρόνια του 1821. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback