διευρύνω Verb  [dievrino, thievrino, dieyrynw]

  Verb
(28)
  Verb
(1)
  Verb
(0)

Etymologie zu διευρύνω

διευρύνω δια- + ευρύς + -ύνω (Koine-Griechisch διευρύνομαι)


GriechischDeutsch
(DE) Κύριε Πρόεδρε, θα ήθελα να διευρύνω κάπως το ερώτημα: είναι βέβαια καλό να επιχειρείται η επιβολή ενιαίων ή εναρμονισμένων συντελεστών ΦΠΑ στην Ευρώπη, όμως βασικά ο στόχος της ευρωπαϊκής φορολογικής πολιτικής θα έπρεπε να είναι να έχουμε τελικά σε ολόκληρη την ΕΕ ενιαίους ή τουλάχιστον συγκρίσιμους φορολογικούς συντελεστές και φόρους.Herr Minister, ich möchte die Frage etwas erweitern: Es ist zwar recht schön, wenn versucht wird, einheitliche oder angeglichene Mehrwertsteuersätze in Europa zu erreichen. Aber das Ziel der europäischen Steuerpolitik müsste doch sein, am Ende innerhalb der gesamten Europäischen Union einheitliche bzw. zumindest vergleichbare Steuersätze und Steuern zu haben.

Übersetzung bestätigt

Θα ήθελα να διευρύνω κάπως τη συζήτηση και να σας πω ότι ένας πολύ μεγάλος αριθμός Κρατών Μελών, συμπεριλαμβανομένης της Ρουμανίας στην οποία πρόκειται να αναφερθώ, έχουν πληγεί απ' αυτό το συμβάν ή, για να είμαι πιο ακριβής, το συμβάν έχει πλήξει τη βιομηχανία κρέατος και πάνω απ' όλα τους καταναλωτές.Ich möchte diese Debatte gerne etwas erweitern, um Ihnen mitzuteilen, dass eine große Zahl von Mitgliedstaaten, darunter auch Rumänien, über das ich noch sprechen werde, von diesem Vorfall betroffen war, bzw. um mich präziser auszudrücken, der Vorfall hat die Fleischindustrie betroffen, vor allem aber die Verbraucher.

Übersetzung bestätigt

Θα ήθελα να διευρύνω λίγο το αντικείμενο και να ρωτήσω σχετικά με μια παρόμοια κατάσταση που υφίσταται με τη Νήσο του Μαν και τα Νησιά της Μάγχης.Ich möchte das Thema etwas erweitern und zu einer analogen Situation Fragen stellen, wie sie im Falle der Insel Man und der Kanalinseln besteht.

Übersetzung bestätigt

Θα ήθελα να διευρύνω τη συζήτηση.Ich möchte die Diskussion etwas erweitern.

Übersetzung bestätigt

Στη δική μου περίπτωση, είμαι καλλιτέχνης, και ενδιαφέρομαι πραγματικά να διευρύνω το λεξιλόγιο της ανθρώπινης δράσης, κατά βάση ενδυναμώνοντας τους ανθρώπους μέσω της διαδραστικότητας.Was mich angeht: Ich bin Künstler und sehr daran interessiert, das Vokabular der menschlichen Aktion zu erweitern und den Menschen durch Interaktivität ihre Stärken aufzuzeigen.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu διευρύνω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
διευρύνωδιευρύνουμε, διευρύνομεδιευρύνομαιδιευρυνόμαστε
διευρύνειςδιευρύνετεδιευρύνεσαιδιευρύνεστε, διευρυνόσαστε
διευρύνειδιευρύνουν(ε)διευρύνεταιδιευρύνονται
Imper
fekt
διεύρυναδιευρύναμεδιευρυνόμουν(α)διευρυνόμαστε, διευρυνόμασταν
διεύρυνεςδιευρύνατεδιευρυνόσουν(α)διευρυνόσαστε, διευρυνόσασταν
διεύρυνεδιεύρυναν, διευρύναν(ε)διευρυνόταν(ε)διευρύνονταν, διευρυνόντανε, διευρυνόντουσαν
Aoristδιεύρυναδιευρύναμεδιευρύνθηκαδιευρυνθήκαμε
διεύρυνεςδιευρύνατεδιευρύνθηκεςδιευρυνθήκατε
διεύρυνεδιεύρυναν, διευρύναν(ε)διευρύνθηκεδιευρύνθηκαν, διευρυνθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω διευρύνει
έχω διευρυμένο
έχουμε διευρύνει
έχουμε διευρυμένο
έχω διευρυνθεί
είμαι διευρυμένος, -η
έχουμε διευρυνθεί
είμαστε διευρυμένοι, -ες
έχεις διευρύνει
έχεις διευρυμένο
έχετε διευρύνει
έχετε διευρυμένο
έχεις διευρυνθεί
είσαι διευρυμένος, -η
έχετε διευρυνθεί
είστε διευρυμένοι, -ες
έχει διευρύνει
έχει διευρυμένο
έχουν διευρύνει
έχουν διευρυμένο
έχει διευρυνθεί
είναι διευρυμένος, -η, -ο
έχουν διευρυνθεί
είναι διευρυμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα διευρύνει
είχα διευρυμένο
είχαμε διευρύνει
είχαμε διευρυμένο
είχα διευρυνθεί
ήμουν διευρυμένος, -η
είχαμε διευρυνθεί
ήμαστε διευρυμένοι, -ες
είχες διευρύνει
είχες διευρυμένο
είχατε διευρύνει
είχατε διευρυμένο
είχες διευρυνθεί
ήσουν διευρυμένος, -η
είχατε διευρυνθεί
ήσαστε διευρυμένοι, -ες
είχε διευρύνει
είχε διευρυμένο
είχαν διευρύνει
είχαν διευρυμένο
είχε διευρυνθεί
ήταν διευρυμένος, -η, -ο
είχαν διευρυνθεί
ήταν διευρυμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα διευρύνωθα διευρύνουμε, θα διευρύνομεθα διευρύνομαιθα διευρυνόμαστε
θα διευρύνειςθα διευρύνετεθα διευρύνεσαιθα διευρύνεστε, θα διευρυνόσαστε
θα διευρύνειθα διευρύνουν(ε)θα διευρύνεταιθα διευρύνονται
Fut
ur
θα διευρύνωθα διευρύνουμε, θα διευρύνομεθα διευρυνθώθα διευρυνθούμε
θα διευρύνειςθα διευρύνετεθα διευρυνθείςθα διευρυνθείτε
θα διευρύνειθα διευρύνουν(ε)θα διευρυνθείθα διευρυνθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω διευρύνει
θα έχω διευρυμένο
θα έχουμε διευρύνει
θα έχουμε διευρυμένο
θα έχω διευρυνθεί
θα είμαι διευρυμένος, -η
θα έχουμε διευρυνθεί
θα είμαστε διευρυμένοι, -ες
θα έχεις διευρύνει
θα έχεις διευρυμένο
θα έχετε διευρύνει
θα έχετε διευρυμένο
θα έχεις διευρυνθεί
θα είσαι διευρυμένος, -η
θα έχετε διευρυνθεί
θα είστε διευρυμένοι, -ες
θα έχει διευρύνει
θα έχει διευρυμένο
θα έχουν διευρύνει
θα έχουν διευρυμένο
θα έχει διευρυνθεί
θα είναι διευρυμένος, -η, -ο
θα έχουν διευρυνθεί
θα είναι διευρυμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να διευρύνωνα διευρύνουμε, να διευρύνομενα διευρύνομαινα διευρυνόμαστε
να διευρύνειςνα διευρύνετενα διευρύνεσαινα διευρύνεστε, να διευρυνόσαστε
να διευρύνεινα διευρύνουν(ε)να διευρύνεταινα διευρύνονται
Aoristνα διευρύνωνα διευρύνουμε, να διευρύνομενα διευρυνθώνα διευρυνθούμε
να διευρύνειςνα διευρύνετενα διευρυνθείςνα διευρυνθείτε
να διευρύνεινα διευρύνουν(ε)να διευρυνθείνα διευρυνθούν(ε)
Perfνα έχω διευρύνει
να έχω διευρυμένο
να έχουμε διευρύνει
να έχουμε διευρυμένο
να έχω διευρυνθεί
να είμαι διευρυμένος, -η
να έχουμε διευρυνθεί
να είμαστε διευρυμένοι, -ες
να έχεις διευρύνει
να έχεις διευρυμένο
να έχετε διευρύνει
να έχετε διευρυμένο
να έχεις διευρυνθεί
να είσαι διευρυμένος, -η
να έχετε διευρυνθεί
να είστε διευρυμένοι, -ες
να έχει διευρύνει
να έχει διευρυμένο
να έχουν διευρύνει
να έχουν διευρυμένο
να έχει διευρυνθεί
να είναι διευρυμένος, -η, -ο
να έχουν διευρυνθεί
να είναι διευρυμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδιεύρυνεδιευρύνετεδιευρύνεστε
Aoristδιεύρυνεδιευρύνετεδιευρύνσουδιευρυνθείτε
Part
izip
Presδιευρύνοντας
Perfέχοντας διευρύνει, έχοντας διευρυμένοδιευρυμένος, -η, -οδιευρυμένοι, -ες, -α
InfinAoristδιευρύνειδιευρυνθεί









Griechische Definition zu διευρύνω

διευρύνω [δievríno] -ομαι : κάνω κτ. ευρύ ή ευρύτερο. 1. (λόγ.) διαπλατύνω. || (επιστ.): Διευρύνονται οι αρτηρίες / τα αγγεία. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback