διεγείρω Verb  [diegiro, diejiro, thiegiro, diegeirw]

  Verb
(3)
  Verb
(1)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu διεγείρω

διεγείρω altgriechisch διεγείρω διά + ἐγείρω proto-indogermanisch *h₁ger- (σηκώνω, ωθώ) ((Lehnbedeutung) französisch exciter)


GriechischDeutsch
Έπρεπε να διεγείρω τον εγκέφαλό μου... στο έπακρο που θα μπορούσα να αποσπάσψ την σκέψη από την συνείδησή μου... και να της δώσω μια δική της οντότητα.Ich musste mein Gehirn soweit stimulieren dass ich einzelne Gedanken von meinem Bewusstsein trennen konnte um ihnen ein eigenständiges Dasein zu verleihen.

Übersetzung nicht bestätigt

Θα μπορούσα να διεγείρω το μωρό με ηλεκτροφόρτιση.Mit einer kleinen Ladung könnte ich das Baby stimulieren.

Übersetzung nicht bestätigt

Παίζω με την ιδέα να τον διεγείρω ηλεκτρικά, τι νομίζεις;Ich spiele mit dem Gedanken, es elektrisch zu stimulieren. Was meinen Sie?

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
αναστατώνω
εξάπτω
ερεθίζω
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu διεγείρω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
διεγείρωδιεγείρουμε, διεγείρομεδιεγείρομαιδιεγειρόμαστε
διεγείρειςδιεγείρετεδιεγείρεσαιδιεγείρεστε, διεγειρόσαστε
διεγείρειδιεγείρουν(ε)διεγείρεταιδιεγείρονται
Imper
fekt
διήγειρα, διέγειραδιεγείραμεδιεγειρόμουν(α)διεγειρόμαστε
διήγειρες, διέγειρεςδιεγείρατεδιεγειρόσουν(α)διεγειρόσαστε
διήγειρε, διέγειρεδιήγειραν, διεγείραν(ε)διεγειρόταν(ε)διεγείρονταν
Aoristδιήγειρα, διέγειραδιεγείραμεδιεγέρθηκαδιεγερθήκαμε
διήγειρες, διέγειρεςδιεγείρατεδιεγέρθηκεςδιεγερθήκατε
διήγειρε, διέγειρεδιήγειραν, διεγείραν(ε)διεγέρθηκεδιεγέρθηκαν, διεγερθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω διεγείρειέχουμε διεγείρειέχω διεγερθεί
είμαι διεγερμένος, -η
έχουμε διεγερθεί
είμαστε διεγερμένοι, -ες
έχεις διεγείρειέχετε διεγείρειέχεις διεγερθεί
είσαι διεγερμένος, -η
έχετε διεγερθεί
είστε διεγερμένοι, -ες
έχει διεγείρειέχουν διεγείρειέχει διεγερθεί
είναι διεγερμένος, -η, -ο
έχουν διεγερθεί
είναι διεγερμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα διεγείρειείχαμε διεγείρειείχα διεγερθεί
ήμουν διεγερμένος, -η
είχαμε διεγερθεί
ήμαστε διεγερμένοι, -ες
είχες διεγείρειείχατε διεγείρειείχες διεγερθεί
ήσουν διεγερμένος, -η
είχατε διεγερθεί
ήσαστε διεγερμένοι, -ες
είχε διεγείρειείχαν διεγείρειείχε διεγερθεί
ήταν διεγερμένος, -η, -ο
είχαν διεγερθεί
ήταν διεγερμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα διεγείρωθα διεγείρουμε, θα διεγείρομεθα διεγείρομαιθα διεγειρόμαστε
θα διεγείρειςθα διεγείρετεθα διεγείρεσαιθα διεγείρεστε, θα διεγειρόσαστε
θα διεγείρειθα διεγείρουν(ε)θα διεγείρεταιθα διεγείρονται
Fut
ur
θα διεγείρωθα διεγείρουμε, θα διεγείρομεθα διεγερθώθα διεγερθούμε
θα διεγείρειςθα διεγείρετεθα διεγερθείςθα διεγερθείτε
θα διεγείρειθα διεγείρουν(ε)θα διεγερθείθα διεγερθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω διεγείρειθα έχουμε διεγείρειθα έχω διεγερθεί
θα είμαι διεγερμένος, -η
θα έχουμε διεγερθεί
θα είμαστε διεγερμένοι, -ες
θα έχεις διεγείρειθα έχετε διεγείρειθα έχεις διεγερθεί
θα είσαι διεγερμένος, -η
θα έχετε διεγερθεί
θα είστε διεγερμένοι, -ες
θα έχει διεγείρειθα έχουν διεγείρειθα έχει διεγερθεί
θα είναι διεγερμένος, -η, -ο
θα έχουν διεγερθεί
θα είναι διεγερμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να διεγείρωνα διεγείρουμε, να διεγείρομενα διεγείρομαινα διεγειρόμαστε
να διεγείρειςνα διεγείρετενα διεγείρεσαινα διεγείρεστε, να διεγειρόσαστε
να διεγείρεινα διεγείρουν(ε)να διεγείρεταινα διεγείρονται
Aoristνα διεγείρωνα διεγείρουμε, να διεγείρομενα διεγερθώνα διεγερθούμε
να διεγείρειςνα διεγείρετενα διεγερθείςνα διεγερθείτε
να διεγείρεινα διεγείρουν(ε)να διεγερθείνα διεγερθούν(ε)
Perfνα έχω διεγείρεινα έχουμε διεγείρεινα έχω διεγερθεί
να είμαι διεγερμένος, -η
να έχουμε διεγερθεί
να είμαστε διεγερμένοι, -ες
να έχεις διεγείρεινα έχετε διεγείρεινα έχεις διεγερθεί
να είσαι διεγερμένος, -η
να έχετε διεγερθεί
να είστε διεγερμένοι, -ες
να έχει διεγείρεινα έχουν διεγείρεινα έχει διεγερθεί
να είναι διεγερμένος, -η, -ο
να έχουν διεγερθεί
να είναι διεγερμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδιέγειρεδιεγείρετεδιεγείρεστε
Aoristδιέγειρεδιεγείρετε(διεγέρσου)διεγερθείτε
Part
izip
Presδιεγείρονταςδιεγειρόμενος
Perfέχοντας διεγείρειδιεγερμένος, -η, -οδιεγερμένοι, -ες, -α
InfinAoristδιεγείρειδιεγερθεί











Griechische Definition zu διεγείρω

διεγείρω [δiejíro] -ομαι Ρ (βλ. εγείρω) μππ. διεγερμένος : προκαλώ μια αντίδραση. 1. για ερέθισμα που ενεργοποιεί μια φυσική ή νοητική λειτουργία η οποία βρίσκεται σε λανθάνουσα κατάσταση ή σε αδράνεια: Ο εγκέφαλος διεγείρεται μέσο των αισθητήριων οργάνων. Οσμές που διεγείρουν την όρεξη. H καφεΐνη διεγείρει το νευρικό σύστημα. Παραστάσεις που διεγείρουν το ενδιαφέρον / τη φαντασία. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback