διαχέω Verb  [diacheo, thiacheo, diaxew]

  Verb
(0)

Etymologie zu διαχέω

διαχέω altgriechisch διαχέω διά και χέω


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu διαχέω


AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
διαχέω, xino">χύνωδιαχέουμε, διαχέομεδιαχέομαιδιαχεόμαστε
διαχέειςδιαχέετεδιαχέεσαιδιαχέεστε, διαχεόσαστε
διαχέειδιαχέουν(ε)διαχέεταιδιαχέονται
Imper
fekt
διέχεαδιαχέαμεδιαχεόμουν(α)διαχεόμαστε
διέχεεςδιαχέατεδιαχεόσουν(α)διαχεόσαστε
διέχεεδιέχεαν, διαχέαν(ε)διαχεόταν(ε)διαχέονταν
Aoristδιέχυσαδιαχύσαμεδιαχύθηκαδιαχυθήκαμε
διέχυσεςδιαχύσατεδιαχύθηκεςδιαχυθήκατε
διέχυσεδιέχυσαν, διαχύσαν(ε)διαχύθηκεδιαχύθηκαν, διαχυθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω διαχύσει
έχω διαχυμένο
έχουμε διαχύσει
έχουμε διαχυμένο
έχω διαχυθεί
είμαι διαχυμένος, -η
έχουμε διαχυθεί
είμαστε διαχυμένοι, -ες
έχεις διαχύσει
έχεις διαχυμένο
έχετε διαχύσει
έχετε διαχυμένο
έχεις διαχυθεί
είσαι διαχυμένος, -η
έχετε διαχυθεί
είστε διαχυμένοι, -ες
έχει διαχύσει
έχει διαχυμένο
έχουν διαχύσει
έχουν διαχυμένο
έχει διαχυθεί
είναι διαχυμένος, -η, -ο
έχουν διαχυθεί
είναι διαχυμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα διαχύσει
είχα διαχυμένο
είχαμε διαχύσει
είχαμε διαχυμένο
είχα διαχυθεί
ήμουν διαχυμένος, -η
είχαμε διαχυθεί
ήμαστε διαχυμένοι, -ες
είχες διαχύσει
είχες διαχυμένο
είχατε διαχύσει
είχατε διαχυμένο
είχες διαχυθεί
ήσουν διαχυμένος, -η
είχατε διαχυθεί
ήσαστε διαχυμένοι, -ες
είχε διαχύσει
είχε διαχυμένο
είχαν διαχύσει
είχαν διαχυμένο
είχε διαχυθεί
ήταν διαχυμένος, -η, -ο
είχαν διαχυθεί
ήταν διαχυμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα διαχέωθα διαχέουμεθα διαχέομαιθα διαχεόμαστε
θα διαχέειςθα διαχέετεθα διαχέεσαιθα διαχέεστε, θα διαχεόσαστε
θα διαχέειθα διαχέουνθα διαχέεταιθα διαχέονται
Fut
ur
θα διαχύσωθα διαχύσουμεθα διαχυθώθα διαχυθούμε
θα διαχύσειςθα διαχύσετεθα διαχυθείςθα διαχυθείτε
θα διαχύσειθα διαχύσουνθα διαχυθείθα διαχυθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω διαχύσει
θα έχω διαχυμένο
θα έχουμε διαχύσει
θα έχουμε διαχυμένο
θα έχω διαχυθεί
θα είμαι διαχυμένος, -η
θα έχουμε διαχυθεί
θα είμαστε διαχυμένοι, -ες
θα έχεις διαχύσει
θα έχεις διαχυμένο
θα έχετε διαχύσει
θα έχετε διαχυμένο
θα έχεις διαχυθεί
θα είσαι διαχυμένος, -η
θα έχετε διαχυθεί
θα είστε διαχυμένοι, -ες
θα έχει διαχύσει
θα έχει διαχυμένο
θα έχουν διαχύσει
θα έχουν διαχυμένο
θα έχει διαχυθεί
θα είναι διαχυμένος, -η, -ο
θα έχουν διαχυθεί
θα είναι διαχυμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να διαχέωνα διαχέουμενα διαχέομαινα διαχεόμαστε
να διαχέειςνα διαχέετενα διαχέεσαινα διαχέεστε, να διαχεόσαστε
να διαχέεινα διαχέουννα διαχέεταινα διαχέονται
Aoristνα διαχύσωνα διαχύσουμενα διαχυθώνα διαχυθούμε
να διαχύσειςνα διαχύσετενα διαχυθείςνα διαχυθείτε
να διαχύσεινα διαχύσουννα διαχυθείνα διαχυθούν(ε)
Perfνα έχω διαχύσει
να έχω διαχυμένο
να έχουμε διαχύσει
να έχουμε διαχυμένο
να έχω διαχυθεί
να είμαι διαχυμένος, -η
να έχουμε διαχυθεί
να είμαστε διαχυμένοι, -ες
να έχεις διαχύσει
να έχεις διαχυμένο
να έχετε διαχύσει
να έχετε διαχυμένο
να έχεις διαχυθεί
να είσαι διαχυμένος, -η
να έχετε διαχυθεί
να είστε διαχυμένοι, -ες
να έχει διαχύσει
να έχει διαχυμένο
να έχουν διαχύσει
να έχουν διαχυμένο
να έχει διαχυθεί
να είναι διαχυμένος, -η, -ο
να έχουν διαχυθεί
να είναι διαχυμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδιαχέεδιαχέετεδιαχέεστε
Aoristδιαχύσεδιαχύσετε, διαχύστεδιαχύσουδιαχυθείτε
Part
izip
Presδιαχέονταςδιαχεόμενος
Perfέχοντας διαχύσει, έχοντας διαχυμένο(διαχυμένος, -η, -ο)(διαχυμένοι, -ες, -α)
InfinAoristδιαχύσειδιαχυθεί





Griechische Definition zu διαχέω

διαχέω [δiaxéo] -ομαι Ρ αόρ. διέχυσα, απαρέμφ. διαχύσει, παθ. αόρ. διαχύθηκα, απαρέμφ. διαχυθεί : (επιστ., λόγ., συνήθ. παθ.) διασκορπίζω, συνήθ. για το φαινόμενο της διάχυσης: Tο φως διαχέεται όταν προσκρούει σε ανώμαλη επιφάνεια. Ο ήχος / το άρωμα διαχέεται παντού.

[λόγ. < αρχ. διαχέω `σκορπίζω, διασκορπίζω΄]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback