διαιρώ Verb  [diero, thiero, diairw]

  Verb
(4)
  Verb
(2)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu διαιρώ

διαιρώ altgriechisch διαιρέω / διαιρῶ διά + αἱρέω / αἱρῶ


GriechischDeutsch
Για να είναι αυτό ίσο με άυτο οταν το διαιρώ με 7 στην αριστερή πλευρά, θα πρέπει επίσης να διαιρέσω με 7 στην αριστερή πλευρά.Damit diese Gleichheit bestehen bleibt, muss ich wenn ich links durch 7 dividiere auch rechts durch 7 dividieren.

Übersetzung nicht bestätigt

Νομίζω ότι έχετε ξανακούσει τη λέξη 'διαιρώ', όταν κάποιος σας λέει να μοιράσετε κάτι.Ich denke du hast sicher schon einmal das Wort "teilen" (oder dividieren = divide) gehört, wenn dir jemand sagt, dass du etwas aufteilen sollst.

Übersetzung nicht bestätigt

Οπότε ας γράψω την λέξη διαιρώ.Ich schreibe hier einmal das Wort "dividieren" hin

Übersetzung nicht bestätigt

Αν διαιρώ την αριστερή πλευρά με το 3, προκειμένου για την ισότητα να ισχύει, πρέπει επίσης να διαιρέσω την δεξιά πλευρά με το 3.Wenn ich jetzt die linke Seite durch 3 dividiere, muss ich, um die Gleichheit beizubehalten, auch die rechte Seite durch 3 dividieren.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu διαιρώ

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
διαιρώδιαιρούμεδιαιρούμαιδιαιρούμαστε
διαιρείςδιαιρείτεδιαιρείσαιδιαιρείστε
διαιρείδιαιρούν(ε)διαιρείταιδιαιρούνται
Imper
fekt
διαιρούσαδιαιρούσαμεδιαιρούμουνδιαιρούμαστε
διαιρούσεςδιαιρούσατε
διαιρούσεδιαιρούσαν(ε)διαιρούνταν, διαιρείτοδιαιρούνταν, διαιρούντο
Aoristδιαίρεσαδιαιρέσαμεδιαιρέθηκαδιαιρεθήκαμε
διαίρεσεςδιαιρέσατεδιαιρέθηκεςδιαιρεθήκατε
διαίρεσεδιαίρεσαν, διαιρέσαν(ε)διαιρέθηκεδιαιρέθηκαν, διαιρεθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω διαιρέσει
έχω διαιρεμένο
έχουμε διαιρέσει
έχουμε διαιρεμένο
έχω διαιρεθεί
είμαι διαιρεμένος, -η
έχουμε διαιρεθεί
είμαστε διαιρεμένοι, -ες
έχεις διαιρέσει
έχεις διαιρεμένο
έχετε διαιρέσει
έχετε διαιρεμένο
έχεις διαιρεθεί
είσαι διαιρεμένος, -η
έχετε διαιρεθεί
είστε διαιρεμένοι, -ες
έχει διαιρέσει
έχει διαιρεμένο
έχουν διαιρέσει
έχουν διαιρεμένο
έχει διαιρεθεί
είναι διαιρεμένος, -η, -ο
έχουν διαιρεθεί
είναι διαιρεμένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα διαιρέσει
είχα διαιρεμένο
είχαμε διαιρέσει
είχαμε διαιρεμενο
είχα διαιρεθεί
ήμουν διαιρεμένος, -η
είχαμε διαιρεθεί
ήμαστε διαιρεμένοι, -ες
είχες διαιρέσει
είχες διαιρεμένο
είχατε διαιρέσει
είχατε διαιρεμένο
είχες διαιρεθεί
έσουν διαιρεμένος, -η
είχατε διαιρεθεί
έσαστε διαιρεμένοι, -ες
είχε διαιρέσει
είχε διαιρεμένο
είχαν διαιρέσει
είχαν διαιρεμένο
είχε διαιρεθεί
ήταν διαιρεμένος, -η, -ο
είχαν διαιρεθεί
ήταν διαιρεμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα διαιρώθα διαιρούμεθα διαιρούμαιθα διαιρούμαστε
θα διαιρείςθα διαιρείτεθα διαιρείσαιθα διαιρείστε
θα διαιρείθα διαιρούν(ε)θα διαιρείταιθα διαιρούνται
Fut
ur
θα διαιρέσωθα διαιρέσουμε, θα διαιρέσομεθα διαιρεθώθα διαιρεθούμε
θα διαιρέσειςθα διαιρέσετεθα διαιρεθείςθα διαιρεθείτε
θα διαιρέσειθα διαιρέσουν(ε)θα διαιρεθείθα διαιρεθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω διαιρέσει
θα έχω διαιρεμένο
θα έχουμε διαιρέσει
θα έχουμε διαιρεμένο
θα έχω διαιρεθεί
θα είμαι διαιρεμένος, -η
θα έχουμε διαιρεθεί
θα είμαστε διαιρεμένοι, -ες
θα έχεις διαιρέσει
θα έχεις διαιρεμένο
θα έχετε διαιρέσει
θα έχετε διαιρεμένο
θα έχεις διαιρεθεί
θα είσαι διαιρεμένος, -η
θα έχετε διαιρεθεί
θα είστε διαιρεμένοι, -η
θα έχει διαιρέσει
θα έχει διαιρεμένο
θα έχουν διαιρέσει
θα έχουν διαιρεμένο
θα έχει διαιρεθεί
θα είναι διαιρεμένος, -η, -ο
θα έχουν διαιρεθεί
θα είναι διαιρεμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να διαιρώνα διαιρούμενα διαιρούμαινα διαιρούμαστε
να διαιρείςνα διαιρείτενα διαιρείσαινα διαιρείστε
να διαιρείνα διαιρούν(ε)να διαιρείταινα διαιρούνται
Aoristνα διαιρέσωνα διαιρέσουμε, να διαιρέσομενα διαιρεθώνα διαιρεθούμε
να διαιρέσειςνα διαιρέσετενα διαιρεθείςνα διαιρεθείτε
να διαιρέσεινα διαιρέσουν(ε)να διαιρεθείνα διαιρεθούν(ε)
Perfνα έχω διαιρέσει
να έχω διαιρεμένο
να έχουμε διαιρέσει
να έχουμε διαιρεμένο
να έχω διαιρεθεί
να είμαι διαιρεμένος, -η
να έχουμε διαιρεθεί
να είμαστε διαιρεμενοι, -ες
να έχεις διαιρέσει
να έχεις διαιρεμένο
να έχετε διαιρέσει
να έχετε διαιρεμένο
να έχεις διαιρεθεί
να είσαι διαιρεμένος, -η
να έχετε διαιρεθεί
να είστε διαιρεμένοι, -ες
να έχει διαιρέσει
να έχει διαιρεμένο
να έχουν διαιρέσει
να έχουν διαιρεμένο
να έχει διαιρεθεί
να είναι διαιρεμένος, -η, -ο
να έχουν διαιρεθεί
να είναι διαιρεμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδιαιρείτεδιαιρείστε
Aoristδιαίρεσεδιαιρέστε, διαιρέσετεδιαιρέσουδιαιρεθείτε
Part
izip
Presδιαιρώνταςδιαιρούμενος
Perfέχοντας διαιρέσει, έχοντας διαιρεμένοδιαιρεμένος/διηρημένος, -η, -οδιαιρεμένοι/διηρημένοι, -ες, -α
InfinAoristδιαιρέσειδιαιρεθεί











Griechische Definition zu διαιρώ

διαιρώ [δieró] -ούμαι αόρ. διαιρέθηκα, απαρέμφ. διαιρεθεί, μππ. διαιρεμένος και διηρημένος* : 1. χωρίζω κτ. σε μέρη, σε τμήματα: H Kρήτη διαιρείται σε τέσσερις νομούς. H χώρα έχει διαιρεθεί σε διοικητικές περιφέρειες. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback