δημοσιεύω Verb  [dimosievo, thimosievo, dhmosieyw]

  Verb
(3)
  Verb
(0)

Etymologie zu δημοσιεύω

δημοσιεύω (λόγιο) altgriechisch δημοσιεύω δημόσιος δῆμος proto-indogermanisch *deh₂mos *deh₂- (διαιρώ)


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu δημοσιεύω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
δημοσιεύωδημοσιεύουμε, δημοσιεύομεδημοσιεύομαιδημοσιευόμαστε
δημοσιεύειςδημοσιεύετεδημοσιεύεσαιδημοσιεύεστε, δημοσιευόσαστε
δημοσιεύειδημοσιεύουν(ε)δημοσιεύεταιδημοσιεύονται
Imper
fekt
δημοσίευαδημοσιεύαμεδημοσιευόμουν(α)δημοσιευόμαστε
δημοσίευεςδημοσιεύατεδημοσιευόσουν(α)δημοσιευόσαστε
δημοσίευεδημοσίευαν, δημοσιεύαν(ε)δημοσιευόταν(ε)δημοσιεύονταν
Aoristδημοσίευσαδημοσιεύσαμεδημοσιεύτηκα, δημοσιεύθηκαδημοσιευτήκαμε, δημοσιευθήκαμε
δημοσίευσεςδημοσιεύσατεδημοσιεύτηκες, δημοσιεύθηκεςδημοσιευτήκατε, δημοσιευθήκατε
δημοσίευσεδημοσίευσαν, δημοσιεύσαν(ε)δημοσιεύτηκε, δημοσιεύθηκεδημοσιεύτηκαν, δημοσιευθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω δημοσιεύσει
έχω δημοσιευμένο
έχουμε δημοσιεύσει
έχουμε δημοσιευμένο
έχω δημοσιευτεί/δημοσιευθεί
είμαι δημοσιευμένος, -η
έχουμε δημοσιευτεί/δημοσιευθεί
είμαστε δημοσιευμένοι, -ες
έχεις δημοσιεύσει
έχεις δημοσιευμένο
έχετε δημοσιεύσει
έχετε δημοσιευμένο
έχεις δημοσιευτεί/δημοσιευθεί
είσαι δημοσιευμένος, -η
έχετε δημοσιευτεί/δημοσιευθεί
είστε δημοσιευμένοι, -ες
έχει δημοσιεύσει
έχει δημοσιευμένο
έχουν δημοσιεύσει
έχουν δημοσιευμένο
έχει δημοσιευτεί/δημοσιευθεί
είναι δημοσιευμένος, -η, -ο
έχουν δημοσιευτεί/δημοσιευθεί
είναι δημοσιευμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα δημοσιεύσει
είχα δημοσιευμένο
είχαμε δημοσιεύσει
είχαμε δημοσιευμένο
είχα δημοσιευτεί/δημοσιευθεί
ήμουν δημοσιευμένος, -η
είχαμε δημοσιευτεί/δημοσιευθεί
ήμαστε δημοσιευμένοι, -ες
είχες δημοσιεύσει
είχες δημοσιευμένο
είχατε δημοσιεύσει
είχατε δημοσιευμένο
είχες δημοσιευτεί/δημοσιευθεί
ήσουν δημοσιευμένος, -η
είχατε δημοσιευτεί/δημοσιευθεί
ήσαστε δημοσιευμένοι, -ες
είχε δημοσιεύσει
είχε δημοσιευμένο
είχαν δημοσιεύσει
είχαν δημοσιευμένο
είχε δημοσιευτεί/δημοσιευθεί
ήταν δημοσιευμένος, -η, -ο
είχαν δημοσιευτεί/δημοσιευθεί
ήταν δημοσιευμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα δημοσιεύωθα δημοσιεύουμε, θα δημοσιεύομεθα δημοσιεύομαιθα δημοσιευόμαστε
θα δημοσιεύειςθα δημοσιεύετεθα δημοσιεύεσαιθα δημοσιεύεστε, θα δημοσιευόσαστε
θα δημοσιεύειθα δημοσιεύουν(ε)θα δημοσιεύεταιθα δημοσιεύονται
Fut
ur
θα δημοσιεύσωθα δημοσιεύσουμε, θα δημοσιεύσομεθα δημοσιευτώ, θα δημοσιευθώθα δημοσιευτούμε, θα δημοσιευθούμε
θα δημοσιεύσειςθα δημοσιεύσετεθα δημοσιευτείς, θα δημοσιευθείςθα δημοσιευτείτε, θα δημοσιευθείτε
θα δημοσιεύσειθα δημοσιεύσουν(ε)θα δημοσιευτεί, θα δημοσιευθείθα δημοσιευτούν(ε), θα δημοσιευθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω δημοσιεύσει
θα έχω δημοσιευμένο
θα έχουμε δημοσιεύσει
θα έχουμε δημοσιευμένο
θα έχω δημοσιευτεί/δημοσιευθεί
θα είμαι δημοσιευμένος, -η
θα έχουμε δημοσιευτεί/δημοσιευθεί
θα είμαστε δημοσιευμένοι, -ες
θα έχεις δημοσιεύσει
θα έχεις δημοσιευμένο
θα έχετε δημοσιεύσει
θα έχετε δημοσιευμένο
θα έχεις δημοσιευτεί/δημοσιευθεί
θα είσαι δημοσιευμένος, -η
θα έχετε δημοσιευτεί/δημοσιευθεί
θα είστε δημοσιευμένοι, -ες
θα έχει δημοσιεύσει
θα έχει δημοσιευμένο
θα έχουν δημοσιεύσει
θα έχουν δημοσιευμένο
θα έχει δημοσιευτεί/δημοσιευθεί
θα είναι δημοσιευμένος, -η, -ο
θα έχουν δημοσιευτεί/δημοσιευθεί
θα είναι δημοσιευμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να δημοσιεύωνα δημοσιεύουμε, να δημοσιεύομενα δημοσιεύομαινα δημοσιευόμαστε
να δημοσιεύειςνα δημοσιεύετενα δημοσιεύεσαινα δημοσιεύεστε, να δημοσιευόσαστε
να δημοσιεύεινα δημοσιεύουν(ε)να δημοσιεύεταινα δημοσιεύονται
Aoristνα δημοσιεύσωνα δημοσιεύσουμε, να δημοσιεύσομενα δημοσιευτώ, να δημοσιευθώνα δημοσιευτούμε, να δημοσιευθούμε
να δημοσιεύσειςνα δημοσιεύσετενα δημοσιευτείς, να δημοσιευθείςνα δημοσιευτείτε, να δημοσιευθείτε
να δημοσιεύσεινα δημοσιεύσουν(ε)να δημοσιευτεί, να δημοσιευθείνα δημοσιευτούν(ε), να δημοσιευθούν(ε)
Perfνα έχω δημοσιεύσει
να έχω δημοσιευμένο
να έχουμε δημοσιεύσει
να έχουμε δημοσιευμένο
να έχω δημοσιευτεί/δημοσιευθεί
να είμαι δημοσιευμένος, -η
να έχουμε δημοσιευτεί/δημοσιευθεί
να είμαστε δημοσιευμένοι, -ες
να έχεις δημοσιεύσει
να έχεις δημοσιευμένο
να έχετε δημοσιεύσει
να έχετε δημοσιευμένο
να έχεις δημοσιευτεί/δημοσιευθεί
να είσαι δημοσιευμένος, -η
να έχετε δημοσιευτεί/δημοσιευθεί
να είστε δημοσιευμένοι, -ες
να έχει δημοσιεύσει
να έχει δημοσιευμένο
να έχουν δημοσιεύσει
να έχουν δημοσιευμένο
να έχει δημοσιευτεί/δημοσιευθεί
να είναι δημοσιευμένος, -η, -ο
να έχουν δημοσιευτεί/δημοσιευθεί
να είναι δημοσιευμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδημοσίευεδημοσιεύετεδημοσιεύεστε
Aoristδημοσίευσεδημοσιεύστε, δημοσιεύσετεδημοσιεύσουδημοσιευτείτε, δημοσιευθείτε
Part
izip
Presδημοσιεύονταςδημοσιευόμενος
Perfέχοντας δημοσιεύσει, έχοντας δημοσιευμένοδημοσιευμένος, -η, -οδημοσιευμένοι, -ες, -α
InfinAoristδημοσιεύσειδημοσιευτεί, δημοσιευθεί







Griechische Definition zu δημοσιεύω

δημοσιεύω [δimosiévo] -ομαι : 1. ανακοινώνω, καθιστώ κτ. ευρύτερα γνωστό κυρίως μέσο του τύπου: Οι εφημερίδες δημοσίευσαν τα αποτελέσματα των εκλογών / το κείμενο του νομοσχεδίου / τα ονόματα των επιτυχόντων στις εξετάσεις. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback