γυαλίζω Verb  [gializo, jializo, gyalizw]

  Verb
(7)
  Verb
(5)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu γυαλίζω

γυαλίζω spätgriechisch ὑαλίζω altgriechisch ὕαλος


GriechischDeutsch
Είμαι πολύ δυνατή. Η εργασία στο σπίτι δεν με τρομάζει. Να γυαλίζω τα πατώματα, να φρεσκάρω το σπίτι.Das Parkett zu polieren, zu putzen...

Übersetzung nicht bestätigt

Κι άλλο Πούλιτζερ θα έχω να γυαλίζω.Hört sich an, aIs müsste ich bald einen neuen PuIitzer-Preis polieren.

Übersetzung nicht bestätigt

Τα γυαλίζω καλά.Ich werde sie auf Hochglanz polieren.

Übersetzung nicht bestätigt

Πέντε μήνες να γυαλίζω έπιπλα στο μαγαζί της μαμάς.Dafür muss ich 5 Monate im Laden meiner Mom Tische polieren.

Übersetzung nicht bestätigt

Έχω την τιμή μόνο στα γενέθλια του προγόνου μου, να γυαλίζω την πανοπλία του, με έλαιο από γαρύφαλλα.Ich habe nur am Geburtstag meines Ahnen die Ehre, seine Rüstung zu polieren. Mit Nelkenöl.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu γυαλίζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
γυαλίζωγυαλίζουμε, γυαλίζομεγυαλίζομαιγυαλιζόμαστε
γυαλίζειςγυαλίζετεγυαλίζεσαιγυαλίζεστε, γυαλιζόσαστε
γυαλίζειγυαλίζουν(ε)γυαλίζεταιγυαλίζονται
Imper
fekt
γυάλιζαγυαλίζαμεγυαλιζόμουν(α)γυαλιζόμαστε, γυαλιζόμασταν
γυάλιζεςγυαλίζατεγυαλιζόσουν(α)γυαλιζόσαστε, γυαλιζόσασταν
γυάλιζεγυάλιζαν, γυαλίζαν(ε)γυαλιζόταν(ε)γυαλίζονταν, γυαλιζόντανε, γυαλιζόντουσαν
Aoristγυάλισαγυαλίσαμεγυαλίστηκαγυαλιστήκαμε
γυάλισεςγυαλίσατεγυαλίστηκεςγυαλιστήκατε
γυάλισεγυάλισαν, γυαλίσαν(ε)γυαλίστηκεγυαλίστηκαν, γυαλιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω γυαλίσει
έχω γυαλισμένο
έχουμε γυαλίσει
έχουμε γυαλισμένο
έχω γυαλιστεί
είμαι γυαλισμένος, -η
έχουμε γυαλιστεί
είμαστε γυαλισμένοι, -ες
έχεις γυαλίσει
έχεις γυαλισμένο
έχετε γυαλίσει
έχετε γυαλισμένο
έχεις γυαλιστεί
είσαι γυαλισμένος, -η
έχετε γυαλιστεί
είστε γυαλισμένοι, -ες
έχει γυαλίσει
έχει γυαλισμένο
έχουν γυαλίσει
έχουν γυαλισμένο
έχει γυαλιστεί
είναι γυαλισμένος, -η, -ο
έχουν γυαλιστεί
είναι γυαλισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα γυαλίσει
είχα γυαλισμένο
είχαμε γυαλίσει
είχαμε γυαλισμένο
είχα γυαλιστεί
ήμουν γυαλισμένος, -η
είχαμε γυαλιστεί
ήμαστε γυαλισμένοι, -ες
είχες γυαλίσει
είχες γυαλισμένο
είχατε γυαλίσει
είχατε γυαλισμένο
είχες γυαλιστεί
ήσουν γυαλισμένος, -η
είχατε γυαλιστεί
ήσαστε γυαλισμένοι, -ες
είχε γυαλίσει
είχε γυαλισμένο
είχαν γυαλίσει
είχαν γυαλισμένο
είχε γυαλιστεί
ήταν γυαλισμένος, -η, -ο
είχαν γυαλιστεί
ήταν γυαλισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα γυαλίζωθα γυαλίζουμε, θα γυαλίζομεθα γυαλίζομαιθα γυαλιζόμαστε
θα γυαλίζειςθα γυαλίζετεθα γυαλίζεσαιθα γυαλίζεστε, θα γυαλιζόσαστε
θα γυαλίζειθα γυαλίζουν(ε)θα γυαλίζεταιθα γυαλίζονται
Fut
ur
θα γυαλίσωθα γυαλίσουμε, θα γυαλίζομεθα γυαλιστώθα γυαλιστούμε
θα γυαλίσειςθα γυαλίσετεθα γυαλιστείςθα γυαλιστείτε
θα γυαλίσειθα γυαλίσουν(ε)θα γυαλιστείθα γυαλιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω γυαλίσει
θα έχω γυαλισμένο
θα έχουμε γυαλίσει
θα έχουμε γυαλισμένο
θα έχω γυαλιστεί
θα είμαι γυαλισμένος, -η
θα έχουμε γυαλιστεί
θα είμαστε γυαλισμένοι, -ες
θα έχεις γυαλίσει
θα έχεις γυαλισμένο
θα έχετε γυαλίσει
θα έχετε γυαλισμένο
θα έχεις γυαλιστεί
θα είσαι γυαλισμένος, -η
θα έχετε γυαλιστεί
θα είστε γυαλισμένοι, -ες
θα έχει γυαλίσει
θα έχει γυαλισμένο
θα έχουν γυαλίσει
θα έχουν γυαλισμένο
θα έχει γυαλιστεί
θα είναι γυαλισμένος, -η, -ο
θα έχουν γυαλιστεί
θα είναι γυαλισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να γυαλίζωνα γυαλίζουμε, να γυαλίζομενα γυαλίζομαινα γυαλιζόμαστε
να γυαλίζειςνα γυαλίζετενα γυαλίζεσαινα γυαλίζεστε, να γυαλιζόσαστε
να γυαλίζεινα γυαλίζουν(ε)να γυαλίζεταινα γυαλίζονται
Aoristνα γυαλίσωνα γυαλίσουμε, να γυαλίσομενα γυαλιστώνα γυαλιστούμε
να γυαλίσειςνα γυαλίσετενα γυαλιστείςνα γυαλιστείτε
να γυαλίσεινα γυαλίσουν(ε)να γυαλιστείνα γυαλιστούν(ε)
Perfνα έχω γυαλίσει
να έχω γυαλισμένο
να έχουμε γυαλίσει
να έχουμε γυαλισμένο
να έχω γυαλιστεί
να είμαι γυαλισμένος, -η
να έχουμε γυαλιστεί
να είμαστε γυαλισμένοι, -ες
να έχεις γυαλίσει
να έχεις γυαλισμένο
να έχετε γυαλίσει
να έχετε γυαλισμένο
να έχεις γυαλιστεί
να είσαι γυαλισμένος, -η
να έχετε γυαλιστεί
να είστε γυαλισμένοι, -ες
να έχει γυαλίσει
να έχει γυαλισμένο
να έχουν γυαλίσει
να έχουν γυαλισμένο
να έχει γυαλιστεί
να είναι γυαλισμένος, -η, -ο
να έχουν γυαλιστεί
να είναι γυαλισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presγυάλιζεγυαλίζετεγυαλίζεστε
Aoristγυάλισεγυαλίστεγυαλίσουγυαλιστείτε
Part
izip
Presγυαλίζονταςγυαλιζόμενος
Perfέχοντας γυαλίσει, έχοντας γυαλισμένογυαλισμένος, -η, -ογυαλισμένοι, -ες, -α
InfinAoristγυαλίσειγυαλιστεί













Griechische Definition zu γυαλίζω

γυαλίζω [jalízo] -ομαι : 1. τρίβω μια επιφάνεια, συνήθ. αφού την έχω αλείψει με βερνίκι, για να την κάνω στιλπνή και λαμπερή: γυαλίζω τα παπούτσια, τα λουστράρω. Tο βερνίκι βάφει, γυαλίζει και συντηρεί το δέρμα των παπουτσιών. γυαλίζω τα ασημικά / τα μπακίρια. Tο πάτωμα ήταν γυαλισμένο. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback