γονατίζω Verb  [gonatizo, ronatizo, gonatizw]

  Verb
(3)
(0)
kuschen (ugs.)
  Verb
(0)

Etymologie zu γονατίζω

γονατίζω Koine-Griechisch γονατίζω παράλληλος τύπος με το επίσης ελληνιστικό γονυπετέω-γονυπετῶ που ενείχε την ικεσία ενώ το γονατίζω αφορούσε κυριως στην απλή κίνηση


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu γονατίζω

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
γονατίζωγονατίζουμε, γονατίζομε
γονατίζειςγονατίζετε
γονατίζειγονατίζουν(ε)
Imper
fekt
γονάτιζαγονατίζαμε
γονάτιζεςγονατίζατε
γονάτιζεγονάτιζαν, γονατίζαν(ε)
Aoristγονάτισαγονατίσαμε
γονάτισεςγονατίσατε
γονάτισεγονάτισαν, γονατίσαν(ε)
Per
fekt
έχω γονατίσειέχουμε γονατίσει
έχεις γονατίσειέχετε γονατίσει
έχει γονατίσειέχουν γονατίσει
Plu
per
fekt
είχα γονατίσειείχαμε γονατίσει
είχες γονατίσειείχατε γονατίσει
είχε γονατίσειείχαν γονατίσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα γονατίζωθα γονατίζουμε, θα γονατίζομε
θα γονατίζειςθα γονατίζετε
θα γονατίζειθα γονατίζουν(ε)
Fut
ur
θα γονατίσωθα γονατίσουμε, θα γονατίζομε
θα γονατίσειςθα γονατίσετε
θα γονατίσειθα γονατίσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω γονατίσειθα έχουμε γονατίσει
θα έχεις γονατίσειθα έχετε γονατίσει
θα έχει γονατίσειθα έχουν γονατίσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να γονατίζωνα γονατίζουμε, να γονατίζομε
να γονατίζειςνα γονατίζετε
να γονατίζεινα γονατίζουν(ε)
Aoristνα γονατίσωνα γονατίσουμε, να γονατίσομε
να γονατίσειςνα γονατίσετε
να γονατίσεινα γονατίσουν(ε)
Perfνα έχω γονατίσεινα έχουμε γονατίσει
να έχεις γονατίσεινα έχετε γονατίσει
να έχει γονατίσεινα έχουν γονατίσει
Imper
ativ
Presγονάτιζεγονατίζετε
Aoristγονάτισεγονατίστε
Part
izip
Presγονατίζοντας
Perfέχοντας γονατίσει
γονατισμένος
InfinAoristγονατίσει







Griechische Definition zu γονατίζω

γονατίζω [γonatízo] .1α μππ. γονατισμένος : 1α. λυγίζω τα γόνατα και τα ακουμπώ κάτω, ώστε να στηρίζω το βάρος του σώματος επάνω τους: Γονάτισα για να καθαρίσω κάτω από το κρεβάτι. || πέφτω στα γόνατα σε ένδειξη σεβασμού, ικεσίας ή υποταγής: Γονάτισε μπροστά του και του φίλησε το χέρι. Ήταν γονατισμένη μπροστά στο εικόνισμα. β. κάνω κπ. να λυγίσει τα γόνατα και να τα ακουμπήσει κάτω: Ο παλαιστής γονάτισε τον αντίπαλο. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback