γλυτώνω Verb  [glitono, rlitono, glytwnw]

  Verb
(1)
loswerden (ugs.)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
(0)
(0)

Etymologie zu γλυτώνω

γλυτώνω mittelgriechisch γλυτώνω ἐγλυτώνω *εκλυτώνω Koine-Griechisch ἔκλυτος altgriechisch λύω proto-indogermanisch *lewH-


GriechischDeutsch
Σε γλυτώνω από τον κόπο να ρωτήσεις. Σέρλοκ.Ich wollte Ihnen die Frage ersparen.

Übersetzung nicht bestätigt





Griechische Definition zu γλυτώνω

γλυτώνω· γλυτώννω· εγλυτώνω· εκλυτώνω· λυτώνω.

I. Ενεργ.
Α´ Μτβ.
1)
α) Σώζω:
η Παρθένος Μαρία τον εγλύτωκεν απού τον βυθόν της θαλάσσου (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 434
β) (προκ. για τόπο) ελευθερώνω:
(Τζάνε, Κρ. πόλ. 45218).
2) Ανακουφίζω, απαλλάσσω (κάπ. από κ.):
από του κόσμου τες φροντιές θέλεις να με γλυτώσεις (Αλφ. 1132).
3) Αφήνω κάπ. να ζήσει, του χαρίζω τη ζωή:
(Χούμνου, Κοσμογ. 668).
4) Εμποδίζω, αποτρέπω (κάπ. να κάνει κ.):
με γλυτώννει μεν καμμύσω (Κυπρ. ερωτ. 797).
5) Καρπώνομαι, απολαμβάνω κ.:
πρόσποτε να απεθάνει εις τον πόλεμο και ανήρ άλλος να το λυτώσει (Πεντ. Δευτ. XX 6).
Β´ Αμτβ.
1)
α) Σώζομαι, επιζώ:
να πάρει ψωμί, να γλυτώσει (Κατά ζουράρη 47
β) (με τοπ. επίρρ.) καταφεύγω κάπου επιζητώντας σωτηρία:
(Πεντ. Γέν. XIX 20).
2) Απαλλάσσομαι (από κάπ. ή κ.):
απού τσι καημούς τσι τόσους να γλυτώσω; (Πανώρ. Β´ 558
γλύτωσ’ από σε κι έχω την λευτεριά μου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [115]).
3) Ξεφεύγω, διαφεύγω:
’λάφιν δεν μ’ εγλύτωνεν (Νεκρ. βασιλ. 45
αν εγλυτώσεις θάνατον … (Φλώρ. 1751).
4) Βρίσκω λύση στα προβλήματά μου, ικανοποιούμαι:
στοίχιζε, για να μπορά γλυτώσεις (Φορτουν. Γ´ 519).
5) Μένω στη θέση μου, συγκρατούμαι:
Αν έναι ’στίας συμφορά, οι πλίθοι να γλυτώσουν (Χούμνου, Κοσμογ. 423).
II. Μέσ.
1) Γλυτώνω, σώζομαι:
εσείς, παιδιά μου, φεύγετε, πάτε να γλυτωθείτε (Ανακάλ. 34).
2) Ανακουφίζομαι, απαλλάσσομαι:
να κρεμνιστώ, να γλυτωθώ εκ τούτην την καήλα (Ευγέν. 971).
3) Τελειώνω, βρίσκομαι στο τέλος:
με το θάνατο γλυτώνεται η σκλαβιά σου (Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ´ 101).
Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
α) σώος, ζωντανός:
ήτονε συγχυσμένοι πώς έχουνε να φυλαχτού, να μείνου γλυτωμένοι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 47320
β) απείραχτος, άθικτος, ακέραιος:
Ο γαρ σταυρός απόμεινεν από Θεού κρυμμένος και ύστερα ευρήκαν τον κι έμεινεν γλυτωμένος (Θρ. Κύπρ. Μ 157).
[<εγλυτώνω <εκλυτώνω (LBG) <μτγν. επίθ. έκλυτος + κατάλ. ώνω. Οι τ. ννω και εγλυτώνω (Du Cange, λ. γλιτώνειν) και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. γλυτώνω). Η λ. το 12. αι., στο Meursius (όννειν) και σήμ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback