γιατρεύω Verb  [giatrevo, jiatrevo, giatreyw]

  Verb
(10)
  Verb
(1)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu γιατρεύω

γιατρεύω altgriechisch ἰατρεύω


GriechischDeutsch
Βρίσκω τρόπους να γιατρεύω τις ανασφάλειες, τις νευρώσεις, τις εσωτερικές εντάσεις...Ich versuche, Neurosen zu heilen...

Übersetzung nicht bestätigt

Ξέρω πολλά άλλα ξόρκια. Για να βρίσκω πράγματα, να γιατρεύω αρρώστους...Ich kenne noch viele andere, um Kranke zu heilen oder Dinge wiederzufinden.

Übersetzung nicht bestätigt

Δεν μπορώ να μεταφέρομαι, ούτε να γιατρεύω.Ich kann weder beamen, noch heilen.

Übersetzung nicht bestätigt

Ενώ θα μπορούσα να γιατρεύω τον αδερφό σου.Wo ich doch deinen Bruder heilen könnte.

Übersetzung nicht bestätigt

Μπορούσα να γιατρεύω ανθρώπουςIch verfügte auch über Meteoritenkräfte. Ich konnte andere Menschen heilen.

Übersetzung nicht bestätigt



Grammatik

Grammatik zu γιατρεύω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
γιατρεύωγιατρεύουμε, γιατρεύομεγιατρεύομαιγιατρευόμαστε
γιατρεύειςγιατρεύετεγιατρεύεσαιγιατρεύεστε, γιατρευόσαστε
γιατρεύειγιατρεύουν(ε)γιατρεύεταιγιατρεύονται
Imper
fekt
γιάτρευαγιατρεύαμεγιατρευόμουν(α)γιατρευόμαστε, γιατρευόμασταν
γιάτρευεςγιατρεύατεγιατρευόσουν(α)γιατρευόσαστε, γιατρευόσασταν
γιάτρευεγιάτρευαν, γιατρεύαν(ε)γιατρευότανεγιατρεύονταν, γιατρευόντανε, γιατρευόντουσαν
Aoristγιάτρεψαγιατρέψαμεγιατρεύτηκαγιατρευτήκαμε
γιάτρεψεςγιατρέψατεγιατρεύτηκεςγιατρευτήκατε
γιάτρεψεγιάτρεψαν, γιατρέψαν(ε)γιατρεύτηκεγιατρεύτηκαν, γιατρευτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω γιατρέψει
έχω γιατρεμένο
έχουμε γιατρέψει
έχουμε γιατρεμένο
έχω γιατρευτεί
είμαι γιατρεμένος, -η
έχουμε γιατρευτεί
είμαστε γιατρεμένοι, -ες
έχεις γιατρέψει
έχεις γιατρεμένο
έχετε γιατρέψει
έχετε γιατρεμένο
έχεις γιατρευτεί
είσαι γιατρεμένος, -η
έχετε γιατρευτεί
είστε γιατρεμένοι, -ες
έχει γιατρέψει
έχει γιατρεμένο
έχουν γιατρέψει
έχουν γιατρεμένο
έχει γιατρευτεί
είναι γιατρεμένος, -η, -ο
έχουν γιατρευτεί
είναι γιατρεμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα γιατρέψει
είχα γιατρεμένο
είχαμε γιατρέψει
είχαμε γιατρεμένο
είχα γιατρευτεί
ήμουν γιατρεμένος, -η
είχαμε γιατρευτεί
ήμαστε γιατρεμένοι, -ες
είχες γιατρέψει
είχες γιατρεμένο
είχατε γιατρέψει
είχατε γιατρεμένο
είχες γιατρευτεί
ήσουν γιατρεμένος, -η
είχατε γιατρευτεί
ήσαστε γιατρεμένοι, -ες
είχε γιατρέψει
είχε γιατρεμένο
είχαν γιατρέψει
είχαν γιατρεμένο
είχε γιατρευτεί
ήταν γιατρεμένος, -η, -ο
είχαν γιατρευτεί
ήταν γιατρεμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα γιατρεύωθα γιατρεύουμε, θα γιατρεύομεθα γιατρεύομαιθα γιατρευόμαστε
θα γιατρεύειςθα γιατρεύετεθα γιατρεύεσαιθα γιατρεύεστε, θα γιατρευόσαστε
θα γιατρεύειθα γιατρεύουν(ε)θα γιατρεύεταιθα γιατρεύονται
Fut
ur
θα γιατρέψωθα γιατρέψουμε, θα γιατρέψομεθα γιατρευτώθα γιατρευτούμε
θα γιατρέψειςθα γιατρέψετεθα γιατρευτείςθα γιατρευτείτε
θα γιατρέψειθα γιατρέψουν(ε)θα γιατρευτείθα γιατρευτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω γιατρέψει
θα έχω γιατρεμένο
θα έχουμε γιατρέψει
θα έχουμε γιατρεμένο
θα έχω γιατρευτεί
θα είμαι γιατρεμένος, -η
θα έχουμε γιατρευτεί
θα είμαστε γιατρεμένοι, -ες
θα έχεις γιατρέψει
θα έχεις γιατρεμένο
θα έχετε γιατρέψει
θα έχετε γιατρεμένο
θα έχεις γιατρευτεί
θα είσαι γιατρεμένος, -η
θα έχετε γιατρευτεί
θα είστε γιατρεμένοι, -ες
θα έχει γιατρέψει
θα έχει γιατρεμένο
θα έχουν γιατρέψει
θα έχουν γιατρεμένο
θα έχει γιατρευτεί
θα είναι γιατρεμένος, -η, -ο
θα έχουν γιατρευτεί
θα είναι γιατρεμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να γιατρεύωνα γιατρεύουμενα γιατρεύομαινα γιατρευόμαστε
να γιατρεύειςνα γιατρεύετενα γιατρεύεσαινα γιατρεύεστε, να γιατρευόσαστε
να γιατρεύεινα γιατρεύουννα γιατρεύεταινα γιατρεύονται
Aoristνα γιατρέψωνα γιατρέψουμενα γιατρευτώνα γιατρευτούμε
να γιατρέψειςνα γιατρέψετενα γιατρευτείςνα γιατρευτείτε
να γιατρέψεινα γιατρέψουννα γιατρευτείνα γιατρευτούν(ε)
Perfνα έχω γιατρέψει
να έχω γιατρεμένο
να έχουμε γιατρέψει
να έχουμε γιατρεμένο
να έχω γιατρευτεί
να είμαι γιατρεμένος, -η
να έχουμε γιατρευτεί
να είμαστε γιατρεμένοι, -ες
να έχεις γιατρέψει
να έχεις γιατρεμένο
να έχετε γιατρέψει
να έχετε γιατρεμένο
να έχεις γιατρευτεί
να είσαι γιατρεμένος, -η
να έχετε γιατρευτεί
να είστε γιατρεμένοι, -ες
να έχει γιατρέψει
να έχει γιατρεμένο
να έχουν γιατρέψει
να έχουν γιατρεμένο
να έχει γιατρευτεί
να είναι γιατρεμένος, -η, -ο
να έχουν γιατρευτεί
να είναι γιατρεμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presγιάτρευεγιατρεύετεγιατρεύεστε
Aoristγιάτρεψεγιατρέψτε, γιατρεύτεγιατρέψουγιατρευτείτε
Part
izip
Presγιατρεύοντας
Perfέχοντας γιατρέψει, έχοντας γιατρεμένογιατρεμένος, -η, -ογιατρεμένοι, -ες, -α
InfinAoristγιατρέψειγιατρευτεί











Griechische Definition zu γιατρεύω

γιατρεύω [jatrévo] -ομαι : (οικ.) 1. θεραπεύω, κάνω καλά κπ. ή κτ.: Mε διάφορα βότανα προσπάθησε να μου γιατρέψει την πληγή. Aκόμα δε γιατρεύτηκε το πόδι σου. Kανένας γιατρός δεν μπόρεσε να με γιατρέψει. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback