γεμίζω Verb  [gemizo, jemizo, gemizw]

  Verb
(5)
(3)
  Verb
(2)
  Verb
(1)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
(0)

Etymologie zu γεμίζω

γεμίζω altgriechisch γεμίζω γέμω


GriechischDeutsch
Θα έλεγες ότι με είδες να ετoιμάζω τη φόρμoυλα και να γεμίζω τις ενέσεις.Sie wollten sagen, dass Sie mich die Formel vorbereiten und die Hypos füllen sahen.

Übersetzung nicht bestätigt

Πού γεμίζω τις αλατιέρες; Ναι.Die Salzstreuer füllen?

Übersetzung nicht bestätigt

Και ο Κύριος είπε, "Εγώ γεμίζω με μέθη όλους τους κατοίκους αυτής της γης.Der Herr sprach: "Ich will alle in diesem Lande füllen, dass sie trunken werden.

Übersetzung nicht bestätigt

Μου αρέσει να γεμίζω κουτιά.Ich mag es, die Kästchen zu füllen.

Übersetzung nicht bestätigt

Και να γεμίζω τις τσέπες κάποιου βαριεστημένου δισεκατομμυριούχου;Um die Taschen einiger Vorstandsmilliardäre zu füllen?

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu γεμίζω

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
γεμίζωγεμίζουμε, γεμίζομε
γεμίζειςγεμίζετε
γεμίζειγεμίζουν(ε)
Imper
fekt
γέμιζαγεμίζαμε
γέμιζεςγεμίζατε
γέμιζεγέμιζαν, γεμίζαν(ε)
Aoristγέμισαγεμίσαμε
γέμισεςγεμίσατε
γέμισεγέμισαν, γεμίσαν(ε)
Per
fekt
έχω γεμίσειέχουμε γεμίσει
έχεις γεμίσειέχετε γεμίσει
έχει γεμίσειέχουν γεμίσει
Plu
per
fekt
είχα γεμίσειείχαμε γεμίσει
είχες γεμίσειείχατε γεμίσει
είχε γεμίσειείχαν γεμίσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα γεμίζωθα γεμίζουμε, θα γεμίζομε
θα γεμίζειςθα γεμίζετε
θα γεμίζειθα γεμίζουν(ε)
Fut
ur
θα γεμίσωθα γεμίσουμε, θα γεμίζομε
θα γεμίσειςθα γεμίσετε
θα γεμίσειθα γεμίσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω γεμίσειθα έχουμε γεμίσει
θα έχεις γεμίσειθα έχετε γεμίσει
θα έχει γεμίσειθα έχουν γεμίσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να γεμίζωνα γεμίζουμε, να γεμίζομε
να γεμίζειςνα γεμίζετε
να γεμίζεινα γεμίζουν(ε)
Aoristνα γεμίσωνα γεμίσουμε, να γεμίσομε
να γεμίσειςνα γεμίσετε
να γεμίσεινα γεμίσουν(ε)
Perfνα έχω γεμίσεινα έχουμε γεμίσει
να έχεις γεμίσεινα έχετε γεμίσει
να έχει γεμίσεινα έχουν γεμίσει
Imper
ativ
Presγέμιζεγεμίζετε
Aoristγέμισεγεμίστε
Part
izip
Presγεμίζοντας
Perfέχοντας γεμίσει
InfinAoristγεμίσει



















Griechische Definition zu γεμίζω

γεμίζω [jemízo] .1α μππ. γεμισμένος : I1. βάζω μέσα σε κτ. όλη ή σχεδόν όλη την ποσότητα που μπορεί να περιλάβει: γεμίζω το κανάτι / το βαρέλι / τον κουβά. Γέμισέ μας πάλι τα ποτήρια! Γεμίζει την μπανιέρα ως επάνω. Tα μαξιλάρια είναι γεμισμένα με πούπουλα. γεμίζω το όπλο, του βάζω σφαίρες. γεμίζω το αυτοκίνητο, γεμίζω το ρεζερβουάρ με βενζίνη. Γέμισα την τσέπη του αμύγδαλα. Γέμισα την κοιλιά μου, έφαγα πολύ. γεμίζω πιπεριές / ντομάτες / κολοκυθάκια, τα κάνω γεμιστά. || Tο υπόγειο γέμισε με νερό / νερά, πλημμύρισε. Γέμισαν πια όλες μου οι ντουλάπες / όλα μου τα συρτάρια. Tα λεωφορεία ξεκινούν μόνο όταν γεμίσουν τελείως. ΠAΡ Φασούλι* το φασούλι γεμίζει το σακούλι. || γεμίζω την μπαταρία, τη φορτίζω. ΦΡ γεμίζω τις μπαταρίες μου, ξεκουράζομαι ύστερα από περίοδο εξαντλητικής εργασίας. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback