βυζαίνω Verb  [vizeno, byzainw]

  Verb
(1)

Etymologie zu βυζαίνω

βυζαίνω mittelgriechisch βυζάνω μυζῶ μύζω Onomatopoetikum (μῦ, λόγω του σχήματος και του ήχου που κάνουν τα χείλη του βρέφους)


GriechischDeutsch
Σκέφτομαι ότι αν μπορώ να τον βυζαίνω μέχρι τα πέντε του ίσως καταφέρω να ξεγελάσω το σώμα μου και να μου μείνει το στήθος.Ich überlege ob ich ihn mit dem Vorbau stillen kann, bis er fünf ist. Vielleicht kann ich meinen Körper reinlegen, diese Möpse weiter behalten zu können.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
befriedigen
stillen

Grammatik

Grammatik zu βυζαίνω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
βυζαίνωβυζαίνουμε, βυζαίνομεβυζαίνομαιβυζαινόμαστε
βυζαίνειςβυζαίνετεβυζαίνεσαιβυζαίνεστε, βυζαινόσαστε
βυζαίνειβυζαίνουν(ε)βυζαίνεταιβυζαίνονται
Imper
fekt
βύζαιναβυζαίναμεβυζαινόμουν(α)βυζαινόμαστε, βυζαινόμασταν
βύζαινεςβυζαίνατεβυζαινόσουν(α)βυζαινόσαστε, βυζαινόσασταν
βύζαινεβύζαιναν, βυζαίναν(ε)βυζαινόταν(ε)βυζαίνονταν, βυζαινόντανε, βυζαινόντουσαν
Aoristβύζαξαβυζάξαμεβυζάχτηκαβυζαχτήκαμε
βύζαξεςβυζάξατεβυζάχτηκεςβυζαχτήκατε
βύζαξεβύζαξαν, βυζάξαν(ε)βυζάχτηκεβυζάχτηκαν, βυζαχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω βυζάξει
έχω βυζαγμένο
έχουμε βυζάξει
έχουμε βυζαγμένο
έχω βυζαχτεί
είμαι βυζαγμένος, -η
έχουμε βυζαχτεί
είμαστε βυζαγμένοι, -ες
έχεις βυζάξει
έχεις βυζαγμένο
έχετε βυζάξει
έχετε βυζαγμένο
έχεις βυζαχτεί
είσαι βυζαγμένος, -η
έχετε βυζαχτεί
είστε βυζαγμένοι, -ες
έχει βυζάξει
έχει βυζαγμένο
έχουν βυζάξει
έχουν βυζαγμένο
έχει βυζαχτεί
είναι βυζαγμένος, -η, -ο
έχουν βυζαχτεί
είναι βυζαγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα βυζάξει
είχα βυζαγμένο
είχαμε βυζάξει
είχαμε βυζαγμένο
είχα βυζαχτεί
ήμουν βυζαγμένος, -η
είχαμε βυζαχτεί
ήμαστε βυζαγμένοι, -ες
είχες βυζάξει
είχες βυζαγμένο
είχατε βυζάξει
είχατε βυζαγμένο
είχες βυζαχτεί
ήσουν βυζαγμένος, -η
είχατε βυζαχτεί
ήσαστε βυζαγμένοι, -ες
είχε βυζάξει
είχε βυζαγμένο
είχαν βυζάξει
είχαν βυζαγμένο
είχε βυζαχτεί
ήταν βυζαγμένος, -η, -ο
είχαν βυζαχτεί
ήταν βυζαγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα βυζαίνωθα βυζαίνουμε, θα βυζαίνομεθα βυζαίνομαιθα βυζαινόμαστε
θα βυζαίνειςθα βυζαίνετεθα βυζαίνεσαιθα βυζαίνεστε, θα βυζαινόσαστε
θα βυζαίνειθα βυζαίνουν(ε)θα βυζαίνεταιθα βυζαίνονται
Fut
ur
θα βυζάξωθα βυζάξουμε, θα βυζάξομεθα βυζαχτώθα βυζαχτούμε
θα βυζάξειςθα βυζάξετεθα βυζαχτείςθα βυζαχτείτε
θα βυζάξειθα βυζάξουν(ε)θα βυζαχτείθα βυζαχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω βυζάξει
θα έχω βυζαγμένο
θα έχουμε βυζάξει
θα έχουμε βυζαγμένο
θα έχω βυζαχτεί
θα είμαι βυζαγμένος, -η
θα έχουμε βυζαχτεί
θα είμαστε βυζαγμένοι, -ες
θα έχεις βυζάξει
θα έχεις βυζαγμένο
θα έχετε βυζάξει
θα έχετε βυζαγμένο
θα έχεις βυζαχτεί
θα είσαι βυζαγμένος, -η
θα έχετε βυζαχτεί
θα είστε βυζαγμένοι, -ες
θα έχει βυζάξει
θα έχει βυζαγμένο
θα έχουν βυζάξει
θα έχουν βυζαγμένο
θα έχει βυζαχτεί
θα είναι βυζαγμένος, -η, -ο
θα έχουν βυζαχτεί
θα είναι βυζαγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να βυζαίνωνα βυζαίνουμε, να βυζαίνομενα βυζαίνομαινα βυζαινόμαστε
να βυζαίνειςνα βυζαίνετενα βυζαίνεσαινα βυζαίνεστε, να βυζαινόσαστε
να βυζαίνεινα βυζαίνουν(ε)να βυζαίνεταινα βυζαίνονται
Aoristνα βυζάξωνα βυζάξουμε, να βυζάξομενα βυζαχτώνα βυζαχτούμε
να βυζάξειςνα βυζάξετενα βυζαχτείςνα βυζαχτείτε
να βυζάξεινα βυζάξουν(ε)να βυζαχτείνα βυζαχτούν(ε)
Perfνα έχω βυζάξει
να έχω βυζαγμένο
να έχουμε βυζάξει
να έχουμε βυζαγμένο
να έχω βυζαχτεί
να είμαι βυζαγμένος, -η
να έχουμε βυζαχτεί
να είμαστε βυζαγμένοι, -ες
να έχεις βυζάξει
να έχεις βυζαγμένο
να έχετε βυζάξει
να έχετε βυζαγμένο
να έχεις βυζαχτεί
να είσαι βυζαγμένος, -η
να έχετε βυζαχτεί
να είστε βυζαγμένοι, -ες
να έχει βυζάξει
να έχει βυζαγμένο
να έχουν βυζάξει
να έχουν βυζαγμένο
να έχει βυζαχτεί
να είναι βυζαγμένος, -η, -ο
να έχουν βυζαχτεί
να είναι βυζαγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presβυζαίνεβυζαίνετεβυζαίνεστε
Aoristβύζαξεβυζάξτε/βυζάχτεβυζάξσουβυζαχτείτε
Part
izip
Presβυζαίνοντας
Perfέχοντας βυζάξει, έχοντας βυζαγμένοβυζαγμένος, -η, -οβυζαγμένοι, -ες, -α
InfinAoristβυζάξειβυζαχτεί





Griechische Definition zu βυζαίνω

βυζαίνω [vizéno] -ομαι Ρ αόρ. βύζαξα, απαρέμφ. βυζάξει, παθ. αόρ. βυζάχτηκα, απαρέμφ. βυζαχτεί : (οικ.) 1α. (για βρέφη και νεογνά θηλαστικών) θηλάζω: Tο μωρό κλαίει, γιατί ήρθε η ώρα του να βυζάξει. Tα νεογέννητα σκυλάκια βυζαίνουν αχόρταγα. || βρίσκομαι σε περίοδο θηλασμού: Aκόμα βυζαίνει το μωρό σου; β. (μτφ.) ανατρέφομαι, γαλουχούμαι: H γενιά του ΄21 βύζαξε το γάλα της Ελευθερίας. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback