βουτάω Verb  [vutao, boytaw]

  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu βουτάω

βουτάω mittelgriechisch βουτώ βουτίζω altgriechisch βυθίζω βυθός


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu βουτάω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
βουτάωβουτάμε, βουτούμεβουτιέμαιβουτιόμαστε
βουτάςβουτάτεβουτιέσαιβουτιέστε, βουτιόσαστε
βουτάει, βουτάβουτάν(ε), βουτούν(ε)βουτιέταιβουτιούνται, βουτιόνται
Imper
fekt
βουτούσα, βούταγαβουτούσαμε, βουτάγαμεβουτιόμουν(α)βουτιόμαστε, βουτιόμασταν
βουτούσες, βούταγεςβουτούσατε, βουτάγατεβουτιόσουν(α)βουτιόσαστε, βουτιόσασταν
βουτούσε, βούταγεβουτούσαν(ε), βούταγαν, βουτάγανεβουτιόταν(ε)βουτιόνταν(ε), βουτιούνταν, βουτιόντουσαν
Aoristβούτηξαβουτήξαμεβουτήχτηκαβουτηχτήκαμε
βούτηξεςβουτήξατεβουτήχτηκεςβουτηχτήκατε
βούτηξεβούτηξαν, βουτήξαν(ε)βουτήχτηκεβουτήχτηκαν, βουτηχτήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω βουτήξει
έχω βουτηγμένο
έχουμε βουτήξει
έχουμε βουτηγμένο
έχω βουτηχτεί
είμαι βουτηγμένος, -η
έχουμε βουτηχτεί
είμαστε βουτηγμένοι, -ες
έχεις βουτήξει
έχεις βουτηγμένο
έχετε βουτήξει
έχετε βουτηγμένο
έχεις βουτηχτεί
είσαι βουτηγμένος, -η
έχετε βουτηχτεί
είστε βουτηγμένοι, -ες
έχει βουτήξει
έχει βουτηγμένο
έχουν βουτήξει
έχουν βουτηγμένο
έχει βουτηχτεί
είναι βουτηγμένος, -η, -ο
έχουν βουτηχτεί
είναι βουτηγμένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα βουτήξει
είχα βουτηγμένο
είχαμε βουτήξει
είχαμε βουτηγμένο
είχα βουτηχτεί
ήμουν βουτηγμένος, -η
είχαμε βουτηχτεί
ήμαστε βουτηγμένοι, -ες
είχες βουτήξει
είχες βουτηγμένο
είχατε βουτήξει
είχατε βουτηγμένο
είχες βουτηχτεί
ήσουν βουτηγμένος, -η
είχατε βουτηχτεί
ήσαστε βουτηγμένοι, -ες
είχε βουτήξει
είχε βουτηγμένο
είχαν βουτήξει
είχαν βουτηγμένο
είχε βουτηχτεί
ήταν βουτηγμένος, -η, -ο
είχαν βουτηχτεί
ήταν βουτηγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα βουτάω, θα βουτώθα βουτάμε, θα βουτούμεθα βουτιέμαιθα βουτιόμαστε
θα βουτάςθα βουτάτεθα βουτιέσαιθα βουτιέστε, θα βουτιόσαστε
θα βουτάει, θα βουτάθα βουτάν(ε), θα βουτούν(ε)θα βουτιέταιθα βουτιούνται, θα βουτιόνται
Fut
ur
θα βουτήξωθα βουτήξουμε, θα βουτήξομεθα βουτηχτώθα βουτηχτούμε
θα βουτήξειςθα βουτήξετεθα βουτηχτείςθα βουτηχτείτε
θα βουτήξειθα βουτήξουν(ε)θα βουτηχτείθα βουτηχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω βουτήξει
θα έχω βουτηγμένο
θα έχουμε βουτήξει
θα έχουμε βουτηγμένο
θα έχω βουτηχτεί
θα είμαι βουτηγμένος, -η
θα έχουμε βουτηχτεί
θα είμαστε βουτηγμένοι, -ες
θα έχεις βουτήξει
θα έχεις βουτηγμένο
θα έχετε βουτήξει
θα έχετε βουτηγμένο
θα έχεις βουτηχτεί
θα είσαι βουτηγμένος, -η
θα έχετε βουτηχτεί
θα είστε βουτηγμένοι, -ες
θα έχει βουτήξει
θα έχει βουτηγμένο
θα έχουν βουτήξει
θα έχουν βουτηγμένο
θα έχει βουτηχτεί
θα είναι βουτηγμένος, -η, -ο
θα έχουν βουτηχτεί
θα είναι βουτηγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να βουτάω, να βουτώνα βουτάμε, να βουτούμενα βουτιέμαινα βουτιόμαστε
να βουτάςνα βουτάτενα βουτιέσαινα βουτιέστε, να βουτιόσαστε
να βουτάει, να βουτάνα βουτάν(ε), να βουτούν(ε)να βουτιέταινα βουτιούνται, να βουτιόνται
Aoristνα βουτήξωνα βουτήξουμε, να βουτήξομενα βουτηχτώνα βουτηχτούμε
να βουτήξειςνα βουτήξετενα βουτηχτείςνα βουτηχτείτε
να βουτήξεινα βουτήξουν(ε)να βουτηχτείνα βουτηχτούν(ε)
Perfνα έχω βουτήξει
να έχω βουτηγμένο
να έχουμε βουτήξει
να έχουμε βουτηγμένο
να έχω βουτηχτεί
να είμαι βουτηγμένος, -η
να έχουμε βουτηχτεί
να είμαστε βουτηγμένοι, -ες
να έχεις βουτήξει
να έχεις βουτηγμένο
να έχετε βουτήξει
να έχετε βουτηγμένο
να έχεις βουτηχτεί
να είσαι βουτηγμένος, -η
να έχετε βουτηχτεί
να είστε βουτηγμένοι, -η
να έχει βουτήξει
να έχει βουτηγμένο
να έχουν βουτήξει
να έχουν βουτηγμένο
να έχει βουτηχτεί
να είναι βουτηγμένος, -η, -ο
να έχουν βουτηχτεί
να είναι βουτηγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presβούτα, βούταγεβουτάτεβουτιέστε
Aoristβούτηξε, βούταβουτήξτε, βουτήχτεβουτήξουβουτηχτείτε
Part
izip
Presβουτώντας
Perfέχοντας βουτήξει, έχοντας βουτηγμένοβουτηγμένος, -η, -οβουτηγμένοι, -ες, -α
InfinAoristβουτήξειβουτηχτεί







Griechische Definition zu βουτάω

βουτάω [vutáo] & -ώ, -ιέμαι : 1α. βυθίζω κτ. μέσα σε υγρό: Mου αρέσει να βουτάω παξιμάδια στον καφέ. Bούτηξε το δάχτυλό του στο μέλι και μετά το έγλειψε. Bούτηξε το κεφάλι του στο νερό για να δροσιστεί. ΦΡ βουτάω τα χέρια μου στο αίμα*. (γνωμ.) πριν μιλήσεις να βουτάς τη γλώσσα στο μυαλό, να σκέφτεσαι πολύ. β. μπαίνω, ρίχνομαι, βυθίζομαι μέσα σε υγρό (κυρ. νερό): Bούτηξε στη θάλασσα κι έσωσε το παιδί που πνιγόταν. Σήμερα δε θα βουτήξω, το νερό είναι κρύο. Bουτήχτηκα στη λάσπη ως το γόνατο. || καταδύομαι: Οι σφουγγαράδες βουτούν για να βγάλουν σφουγγάρια. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback