βιάζω Verb  [viazo, biazw]

  Verb
(4)
  Verb
(0)

Etymologie zu βιάζω

βιάζω altgriechisch βιάζω


GriechischDeutsch
Βαρέθηκα να βιάζω γυναίκες...Ich hab das so satt, die Frauen zu vergewaltigen!

Übersetzung nicht bestätigt

Εγώ δεν τη βιάζω.Ich werde niemanden vergewaltigen.

Übersetzung nicht bestätigt

Δεν έπρεπε να απολαμβάνω να σε βιάζω.Aber ich sollte es nicht genießen, dich zu vergewaltigen.

Übersetzung nicht bestätigt

Προς ενημέρωση σου, θα την βιάζω κάθε μέρα.Aus deiner Sicht werde ich sie täglich vergewaltigen.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu βιάζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
βιάζωβιάζουμε, βιάζομεβιάζομαιβιαζόμαστε
βιάζειςβιάζετεβιάζεσαιβιάζεστε, βιαζόσαστε
βιάζειβιάζουν(ε)βιάζεταιβιάζονται
Imper
fekt
βίαζα, έβιαζαβιάζαμεβιαζόμουν(α)βιαζόμαστε, βιαζόμασταν
βίαζες, έβιαζεςβιάζατεβιαζόσουν(α)βιαζόσαστε, βιαζόσασταν
βίαζε, έβιαζεβίαζαν, βιάζαν(ε), έβιαζανβιαζόταν(ε)βιάζονταν, βιαζόντανε, βιαζόντουσαν
Aoristβίασα, έβιασαβιάσαμεβιάστηκαβιαστήκαμε
βίασες, έβιασεςβιάσατεβιάστηκεςβιαστήκατε
βίασε, έβιασεβίασαν, βιάσαν(ε), έβιασανβιάστηκεβιάστηκαν, βιαστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω βιάσει
έχω βιασμένο
έχουμε βιάσει
έχοθμε βιασμένο
έχω βιαστεί
είμαι βιασμένος, -η
έχουμε βιαστεί
είμαστε βιασμένοι, -ες
έχεις βιάσει
έχεις βιασμένο
έχετε βιάσει
έχετε βιασμένο
έχεις βιαστεί
είσαι βιασμένος, -η
έχετε βιαστεί
είστε βιασμένοι, -ες
έχει βιάσει
έχει βιασμένο
έχουν βιάσει
έχουν βιασμένο
έχει βιαστεί
είναι βιασμένος, -η, -ο
έχουν βιαστεί
είναι βιασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα βιάσει
είχα βιασμένο
είχαμε βιάσει
είχαμε βιασμένο
είχα βιαστεί
ήμουν βιασμένος, -η
είχαμε βιαστεί
ήμαστε βιασμένοι, -ες
είχες βιάσει
είχες βιασμένο
είχατε βιάσει
είχατε βιασμένο
είχες βιαστεί
ήσουν βιασμένος, -η
είχατε βιαστεί
ήσαστε βιασμένοι, -ες
είχε βιάσει
είχε βιασμένο
είχαν βιάσει
είχαν βιασμένο
είχε βιαστεί
ήταν βιασμένος, -η, -ο
είχαν βιαστεί
ήταν βιασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα βιάζωθα βιάζουμε, θα βιάζομεθα βιάζομαιθα βιαζόμαστε
θα βιάζειςθα βιάζετεθα βιάζεσαιθα βιάζεστε, θα βιαζόσατε
θα βιάζειθα βιάζουν(ε)θα βιάζεταιθα βιάζονται
Fut
ur
θα βιάσωθα βιάσουμε, θα βιάσομεθα βιαστώθα βιαστούμε
θα βιάσειςθα βιάσετεθα βιαστείςθα βιαστείτε
θα βιάσειθα βιάσουν(ε)θα βιαστείθα βιαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω βιάσει
θα έχω βιασμένο
θα έχουμε βιάσει
θα έχουμε βιασμένο
θα έχω βιαστεί
θα είμαι βιασμένος, -η
θα έχουμε βιαστεί
θα είμαστε βιασμένοι, -ες
θα έχεις βιάσει
θα έχεις βιασμένο
θα έχετε βιάσει
θα έχετε βιασμένο
θα έχεις βιαστεί
θα είσαι βιασμένος, -η
θα έχετε βιαστεί
θα είστε βιασμένοι, -ες
θα έχει βιάσει
θα έχει βιασμένο
θα έχουν βιάσει
θα έχουν βιασμένο
θα έχει βιαστεί
θα είναι βιασμένος, -η, -ο
θα έχουν βιαστεί
θα είναι βιασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να βιάζωνα βιάζουμενα βιάζομαινα βιαζόμαστε
να βιάζειςνα βιάζετενα βιάζεσαινα βιάζεστε, να βιαζόσαστε
να βιάζεινα βιάζουν(ε)να βιάζεταινα βιάζονται
Aoristνα βιάσωνα βιάσουμενα βιαστώνα βιαστούμε
να βιάσειςνα βιάσετενα βιαστείςνα βιαστείτε
να βιάσεινα βιάσουν(ε)να βιαστείνα βιαστούν(ε)
Perfνα έχω βιάσει
να έχω βιασμένο
να έχουμε βιάσει
να έχουμε βιασμένο
να έχω βιαστεί
να είμαι βιασμένος, -η
να έχουμε βιαστεί
να είμαστε βιασμένοι, -ες
να έχεις βιάσει
να έχεις βιασμένο
να έχετε βιάσει
να έχετε βιασμένο
να έχεις βιαστεί
να είσαι βιασμένος, -η
να έχετε βιαστεί
να είστε βιασμένοι, -ες
να έχει βιάσει
να έχει βιασμένο
να έχουν βιάσει
να έχουν βιασμένο
να έχει βιαστεί
να είναι βιασμένος, -η, -ο
να έχουν βιαστεί
να είναι βιασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presβίαζεβιάζετεβιάζεστε
Aoristβίασεβιάστεβιάσουβιαστείτε
Part
izip
Presβιάζοντας
Perfέχοντας βιάσει, έχοντας βιασμένοβιασμένος, -η, -οβιασμένοι, -ες, -α
InfinAoristβιάσειβιαστεί







Griechische Definition zu βιάζω

βιάζω.

I. Ενεργ.
Α´ Μτβ.
1)
α) Μεταχειρίζομαι βία (εναντίον κάπ.), αναγκάζω διά της βίας, υποχρεώνω:
να μπαρκαριστούσιν έβιαζέν τους (Λεηλ. Παροικ. 596· Σαχλ., Αφήγ. 543), (Διγ. Άνδρ. 33110
β) αναγκάζω, εξαναγκάζω:
(Χρον. Μορ. P 5728
το θέλημα τ’ αφέντη μου κι η ορδινιά με βιάζει (Θυσ. 278
γ) (προκ. για τον άνεμο):
(Σκλάβ. 222
δ) αναγκάζω διά της βίας γυναίκα σε ερωτική ένωση:
(Διγ. Άνδρ. 37530
ε) αφαιρώ την αγνότητα, την παρθενιά κόρης (παρά τη θέλησή της):
εκ Θεού τηρείτ’ η παρθενιά μου και δεν ευρέθηκεν τινάς ως διά να με βιάσει (Απολλών. 737
στ) πιέζω (κάπ.), πιέζω φορτικά:
μετά όρκου με βιάζει να τον ειπώ είτι κακόν και αν έπαθα (Λίβ. Sc. 1463· Σαχλ. A´ PM 180
ζ) καταπιέζω, φέρνω σε δύσκολη θέση, «ζορίζω»:
(Σαχλ. A´ PM 283).
2) Παρακινώ, παροτρύνω έντονα:
ν’ αρματωθού να τ’ ακλουθού στον πόλεμο τσι βιάζει (Ερωτόκρ. Δ´ 998· Διγ. Z 4347).
3) Καταπονώ:
(Πεντ. Γέν. XXXIII 13).
4) Προσπαθώ:
να μου φύγεις βιάζεις; (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [1142]).
Β´ (Αμτβ., προκ. για κύμα, νερό) ταράζομαι, γίνομαι ορμητικός:
(Πεντ. Γέν. ΧLIX 4).
II. Μέσ.
1) (Μτβ.) μεταχειρίζομαι βία, υποχρεώνω με τη βία:
(Διγ. Z 767).
2) Δυσκολεύομαι:
Εάν ρέγχῃ ο ιέραξ … και βιάζηται του φαγείν (Ιερακοσ. 43526).
3) Πιέζω τον εαυτό μου (να κάνει κ.), προσπαθώ:
(Χρον. Μορ. H 4298).
4) Επείγομαι, βιάζομαι, σπεύδω:
εβιάζετον να σώσει εις την χώραν Καππαδοκίαν (Διγ. Άνδρ. 4017
εβιάστη δυνατά φουσσάτα να σωρέψει (Χρον. Μορ. H 3240).
5) Βρίσκομαι σε δύσκολη κατάσταση:
όταν βιάζεσαι πολλά να εύρεις να σου δανείζουν (Διδ. Σολομ. Ρ 69).
6) Επιμένω πιεστικά:
(Βίος Αλ. 4989).
7) Καταπτοούμαι, καταπλήσσομαι, τρομάζω:
(Πεντ. Δευτ. XX 3).
8) Καταβάλλω έντονη προσπάθεια:
βιαζόμενος ν’ αγοραστεί με χρήματα υπερπύρων (Χρον. Μορ. H 4323).
9) Κάνω γρήγορα, βιάζομαι:
βιάζου πολλά, μηδέν αργείς (Απόκοπ. 478).
Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
1) Που γίνεται με δυσκολία:
το ρίψιμον αυτού ένι βεβιασμένον και κολλώδες (Ορνεοσ. 5829).
2) (Προκ. για ποταμό) φουσκωμένος και ορμητικός (από τη βροχή):
(Κυπρ. ερωτ. 1073).
[αρχ. βιάζω. Η λ. και σήμ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback