{η}  βάρκα Subst.  [varka, barka]

{der}    Subst.
(1979)
{die}    Subst.
(1)

Etymologie zu βάρκα

βάρκα mittelgriechisch βάρκα spätlateinisch barca lateinisch baris altgriechisch βᾶρις (αντιδάνειο) altägyptisch bꜣjr (bair)[1]


GriechischDeutsch
Έβλεπα μάλιστα την άγια μορφή του Ιησού που ψάρευε σε μια βάρκα μαζί με τον Αγιο Πέτρο, αλλά ο Αγιος Πέτρος είχε το πρόσωπο του κ. Varela.Ich sah also Jesus, wie er gemeinsam mit Petrus in einem Boot saß und fischte, doch Petrus hatte das Gesicht von Herrn Varela.

Übersetzung bestätigt

Είναι, ακριβώς, ένα παράδειγμα αειφόρου ανάπτυξης, διότι πρόκειται για την μεταφορά νερού από εκεί όπου περισσεύει σε εκείνα τα εδάφη όπου άλλοτε κάναμε περιφορές των αγίων για να βρέξει και σε άλλα που τα διασχίζαμε με βάρκα μετά από μία καταιγίδα.Er ist gerade ein Beispiel für nachhaltige Entwicklung, weil es darum geht, Wasser von einem Ort, an dem es im Überfluss vorhanden ist, in diejenigen Gebiete zu bringen, in denen wir an manchen Tagen die Heiligen anrufen, damit es regnet, und die wir an anderen nach einem Unwetter im Boot durchqueren.

Übersetzung bestätigt

Στα παλιρροϊκά κύματα φτωχοί και πλούσιοι βρίσκονται στην ίδια βάρκα.Ob reich oder arm, bei dem Seebeben sitzen wir alle im selben Boot.

Übersetzung bestätigt

Αυτό σημαίνει: «μην κουνάτε τη βάρκα, παιδιά – είμαστε όλοι μέσα».Das soll heißen: „Macht keinen Ärger, Leute – wir sitzen alle im selben Boot“.

Übersetzung bestätigt

Χωρούν συνήθως 30 ανθρώπους, αρκετός αριθμός για αυτές τις βάρκες ώστε να αρχίσουν να βάζουν ποσότητες νερού ικανές να τα βυθίσουν στην πρώτη υποψία αέρα ή φουσκοθαλασσιάς.Meist werden rund 30 Menschen in so ein Boot gepfercht, wodurch so viel Wasser hineinläuft, dass es beim ersten Windstoß oder Wellengang sinkt.

Übersetzung bestätigt





Griechische Definition zu βάρκα

βάρκα η [várka] Ο25α : μικρό σκάφος που κινείται με κουπιά, μηχανή ή πανί· λέμβος: Στο λιμάνι του νησιού είναι αραγμένες οι βάρκες των ψαράδων. Tραβούσα γρήγορα κουπί κι η βάρκα έσκιζε τα νερά. Λαστιχένια / φουσκωτή βάρκα. || Aυτά τα παπούτσια είναι σαν βάρκες: α. δυσανάλογα μεγάλα και φαρδιά για το πόδι αυτού που τα φοράει. β. ξεχειλωμένα από τη χρήση. (έκφρ.) πάμε στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα, για κτ. που επιχειρείται χωρίς να στηρίζεται σε σχεδιασμό ή σε άλλες εγγυήσεις επιτυχίας αλλά μόνο σε ελπίδες. σε βάρκα γεννήθηκες;, ειρωνικά, όταν κάποιος ξεχνάει, δε φροντίζει να κλείνει την πόρτα. βαρκάκι το YΠΟKΟΡ. βαρκούλα η YΠΟKΟΡ. ΠAΡ Εδώ καράβια* χάνονται, βαρκούλες αρμενίζουν.

[μσν. βάρκα < λατ. barca· βάρκ(α) -ούλα]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback