αυξάνω Verb  [afksano, ayksanw]

  Verb
(3)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu αυξάνω

αυξάνω altgriechisch αὐξάνω


GriechischDeutsch
Θα αυξάνω τη δόση καθώς θα περνάει ο καιρός.Ich werde die Dosis im Laufe der Zeit erhöhen.

Übersetzung nicht bestätigt

Να συνεχίσω να αυξάνω τα επίπεδα τρετόνιν.Die Tretonin-Dosis weiter erhöhen.

Übersetzung nicht bestätigt

-Τρέισι, αυξάνω λιγάκι την ταχύτητα.Tracy, ich werde jetzt die Geschwindigkeit ein wenig erhöhen.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu αυξάνω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αυξάνωαυξάνουμε, αυξάνομεαυξάνομαιαυξανόμαστε
αυξάνειςαυξάνετεαυξάνεσαιαυξάνεστε, αυξανόσαστε
αυξάνειαυξάνουν(ε)αυξάνεταιαυξάνονται
Imper
fekt
αύξανααυξάναμεαυξανόμουν(α)αυξανόμαστε, αυξανόμασταν
αύξανεςαυξάνατεαυξανόσουν(α)αυξανόσαστε, αυξανόσασταν
αύξανεαύξαναν, αυξάναν(ε)αυξανόταν(ε)αυξάνονταν, αυξανόντανε, αυξανόντουσαν
Aoristαύξησααυξήσαμεαυξήθηκααυξηθήκαμε
αύξησεςαυξήσατεαυξήθηκεςαυξηθήκατε
αύξησεαύξησαν, αυξήσαν(ε)αυξήθηκεαυξήθηκαν, αυξηθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω αυξήσειέχουμε αυξήσειέχω αυξηθεί
είμαι αυξημένος, -η
έχουμε αυξηθεί
είμαστε αυξημένοι, -ες
έχεις αυξήσειέχετε αυξήσειέχεις αυξηθεί
είσαι αυξημένος, -η
έχετε αυξηθεί
είστε αυξημένοι, -ες
έχει αυξήσειέχουν αυξήσειέχει αυξηθεί
είναι αυξημένος, -η, -ο
έχουν αυξηθεί
είναι αυξημένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα αυξήσειείχαμε αυξήσειείχα αυξηθεί
ήμουν αυξημένος, -η
είχαμε αυξηθεί
ήμαστε αυξημένοι, -ες
είχες αυξήσειείχατε αυξήσειείχες αυξηθεί
ήσουν αυξημένος, -η
είχατε αυξηθεί
ήσαστε αυξημένοι, -ες
είχε αυξήσειείχαν αυξήσειείχε αυξηθεί
ήταν αυξημένος, -η, -ο
είχαν αυξηθεί
ήταν αυξημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αυξάνωθα αυξάνουμε, θα αυξάνομεθα αυξάνομαιθα αυξανόμαστε
θα αυξάνειςθα αυξάνετεθα αυξάνεσαιθα αυξάνεστε, θα αυξανόσαστε
θα αυξάνειθα αυξάνουν(ε)θα αυξάνεταιθα αυξάνονται
Fut
ur
θα αυξήσωθα αυξήσουμε, θα αυξήσομεθα αυξηθώθα αυξηθούμε
θα αυξήσειςθα αυξήσετεθα αυξηθείςθα αυξηθείτε
θα αυξήσειθα αυξήσουν(ε)θα αυξηθείθα αυξηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αυξήσειθα έχουμε αυξήσειθα έχω αυξηθεί
θα είμαι αυξημένος, -η
θα έχουμε αυξηθεί
θα είμαστε αυξημένοι, -ες
θα έχεις αυξήσειθα έχετε αυξήσειθα έχεις αυξηθεί
θα είσαι αυξημένος, -η
θα έχετε αυξηθεί
θα είστε αυξημένοι, -ες
θα έχει αυξήσειθα έχουν αυξήσειθα έχει αυξηθεί
θα είναι αυξημένος, -η, -ο
θα έχουν αυξηθεί
θα είναι αυξημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αυξάνωνα αυξάνουμε, να αυξάνομενα αυξάνομαινα αυξανόμαστε
να αυξάνειςνα αυξάνετενα αυξάνεσαινα αυξάνεστε, να αυξανόσαστε
να αυξάνεινα αυξάνουν(ε)να αυξάνεταινα αυξάνονται
Aoristνα αυξήσωνα αυξήσουμε, να αυξήσομενα αυξηθώνα αυξηθούμε
να αυξήσειςνα αυξήσετενα αυξηθείςνα αυξηθείτε
να αυξήσεινα αυξήσουν(ε)να αυξηθείνα αυξηθούν(ε)
Perfνα έχω αυξήσεινα έχουμε αυξήσεινα έχω αυξηθεί
να είμαι αυξημένος, -η
να έχουμε αυξηθεί
να είμαστε αυξημένοι, -ες
να έχεις αυξήσεινα έχετε αυξήσεινα έχεις αυξηθεί
να είσαι αυξημένος, -η
να έχετε αυξηθεί
να είστε αυξημένοι, -ες
να έχει αυξήσεινα έχουν αυξήσεινα έχει αυξηθεί
να είναι αυξημένος, -η, -ο
να έχουν αυξηθεί
να είναι αυξημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presαύξανεαυξάνετεαυξάνεστε
Aoristαύξησεαυξήστεαυξήσουαυξηθείτε
Part
izip
Presαυξάνονταςαυξανόμενος
Perfέχοντας αυξήσειαυξημένος, -η, -οαυξημένοι, -ες, -α
InfinAoristαυξήσειαυξηθεί









Griechische Definition zu αυξάνω

αυξάνω [afksáno] -ομαι Ρ αόρ. αύξησα, απαρέμφ. αυξήσει, παθ. αόρ. αυξήθηκα, απαρέμφ. αυξηθεί, μππ. αυξημένος και ηυξημένος* : 1.κάνω κτ. μεγαλύτερο ή περισσότερο. ANT ελαττώνω: αυξάνω το πλάτος, πλαταίνω, διευρύνω, φαρδαίνω, ευρύνω. αυξάνω το μήκος, μακραίνω, επιμηκύνω. αυξάνω την έκταση, επεκτείνω, εκτείνω. αυξάνω τον όγκο, διογκώνω. αυξάνω τον αριθμό / το πλήθος, πολλαπλασιάζω. αυξάνω την ένταση / τη δύναμη, εντείνω, ενισχύω, δυναμώνω. αυξάνω την ταχύτητα, επιταχύνω. αυξάνω το περιεχόμενο / την περιεκτικότητα, εμπλουτίζω. αυξάνω επιπλέον, επαυξάνω, προσαυξάνω. Οι πετρελαιοπαραγωγικές χώρες θα αυξήσουν την τιμή του πετρελαίου κατά 2%. Aν αυξήσουμε τον αριθμό των δόσεων, θα πρέπει να μειώσουμε το ύψος τους. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback