αστράφτω Verb  [astrafto, astraftw]

blitzen (ugs.)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu αστράφτω

αστράφτω mittelgriechisch ἀστράφτω altgriechisch ἀστράπτω


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu αστράφτω

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αστράφτωαστράφτουμε, αστράφτομε
αστράφτειςαστράφτετε
αστράφτειαστράφτουν(ε)
Imper
fekt
άστραφτααστράφταμε
άστραφτεςαστράφτατε
άστραφτεάστραφταν, αστράφταν(ε)
Aoristάστραψααστράψαμε
άστραψεςαστράψατε
άστραψεάστραψαν, αστράψαν(ε)
Per
fekt
έχω αστράψειέχουμε αστράψει
έχεις αστράψειέχετε αστράψει
έχει αστράψειέχουν αστράψει
Plu
per
fekt
είχα αστράψειείχαμε αστράψει
είχες αστράψειείχατε αστράψει
είχε αστράψειείχαν αστράψει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αστράφτωθα αστράφτουμε, θα αστράφτομε
θα αστράφτειςθα αστράφτετε
θα αστράφτειθα αστράφτουν(ε)
Fut
ur
θα αστράψωθα αστράψουμε, θα αστράψομε
θα αστράψειςθα αστράψετε
θα αστράψειθα αστράψουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αστράψειθα έχουμε αστράψει
θα έχεις αστράψειθα έχετε αστράψει
θα έχει αστράψειθα έχουν αστράψει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αστράφτωνα αστράφτουμε, να αστράφτομε
να αστράφτειςνα αστράφτετε
να αστράφτεινα αστράφτουν(ε)
Aoristνα αστράψωνα αστράψουμε, να αστράψομε
να αστράψειςνα αστράψετε
να αστράψεινα αστράψουν(ε)
Perfνα έχω αστράψεινα έχουμε αστράψει
να έχεις αστράψεινα έχετε αστράψει
να έχει αστράψεινα έχουν αστράψει
Imper
ativ
Presαστράφτεαστράφτετε
Aoristαστράψεαστράψετε, αστράψτε
Part
izip
Presαστράφτοντας
Perfέχοντας αστράψει
InfinAoristαστράψει















Griechische Definition zu αστράφτω

αστράφτω [astráfto] Ρ4α : I.(στο γ' εν.) για το φυσικό φαινόμενο της αστραπής. ΠAΡ Aν δεν αστράψει, δε βροντά κι αν δε βροντά, δε βρέχει, για τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στο αίτιο και στο αποτέλεσμα. || Bροντά κι αστράφτει ο ουρανός. Aστράφτουν οι ουρανοί. Aστράφτει ο Όλυμπος, για το μέρος στο οποίο φαίνεται ότι δημιουργούνται οι αστραπές. II1α. για κτ. που εκπέμπει φως ή ζωηρή λάμψη: Aστράφτουν τα φώτα / τα διαμαντικά / τα ασημικά. β. για λεία και στιλπνή επιφάνεια που αντανακλά τις φωτεινές ακτίνες: H θάλασσα άστραφτε κάτω από το δυνατό ήλιο. || (επέκτ.) με υπερβολή, ως ένδειξη καθαριότητας: Aστράφτει ο νεροχύτης / η τουαλέτα / το πάτωμα. Tο άστραψε το σπίτι. Mε το νέο μου απορρυπαντικό τα ρούχα αστράφτουν. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback