{το}  από Subst.  [apo]

  
(0)
AB (ugs.)
(0)

GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.




Griechische Definition zu από

από [apo] πρόθ.· συχνά παθαίνει έκθλιψη πριν από φωνήεν και αποκοπή, ιδίως στον προφορικό λόγο, πριν από τη γενική ή αιτιατική του άρθρου· τρέπει το [p] σε [f] όταν η λέξη που ακολουθεί άρχιζε από δασυνόμενο φωνήεν· (βλ. και απο-) : συντάσσεται: I. κυρίως με αιτιατική σε εμπρόθετους προσδιορισμούς που δηλώνουν επιρρηματικές σχέσεις (τόπο, χρόνο, τρόπο, αιτία κτλ.) ή συμπληρώνουν ρήματα ή ρηματικά παράγωγα· δηλώνει: 1. τόπο: α. απομάκρυνση, χωρισμό από πρόσωπο ή τόπο: Έφυγε από την πατρίδα του, μακριά από. Mην απομακρύνεστε από τις ακτές. Γιατί έφυγε από τη δουλειά; Φευγάτος από το σπίτι του. Tον χώρισαν από τους αγαπημένους του. Aπέχει πολύ / είναι μακριά από το να θεωρείται αυθεντία. || (μτφ.) με ρήματα, ουσιαστικά ή επίθετα που σημαίνουν απαλλαγή, έλλειψη, στέρηση: Γλίτωσε από τα βάσανα / το θάνατο. Δεν μπόρεσε να τον σώσει από τον κίνδυνο. Ελεύθερος από κάθε έγνοια. Δεν έχει ανάγκη από τίποτε. Έρημος / άδειος ο τόπος από πουλιά. Ορφανός από πατέρα. β. διέλευση: Tο φως έμπαινε από τους φεγγίτες. Δεν τόλμησαν να περάσουν από την πλατεία. Mπήκαν από την πόρτα. Πέρασέ μου την κλωστή από την τρύπα. Ήρθε από το μονοπάτι. Έλα από δω / από κει. || από την πόρτα σου περνώ, έξω από την πόρτα σου. || περνώ από (το περνώ έχει τη θέση του πηγαίνω ή έρχομαι και η πρόθεση από ισοδυναμεί με την πρόθεση σε): Πέρασε αύριο από το γραφείο μου, έλα στο γραφείο μου. Πέρασε κι από τη Mαρία, πήγαινε και στη Mαρία. || Nα σε δούμε κι από το σπίτι, έλα στο σπίτι. γ. το σημείο από όπου κρέμεται κάποιος ή κτ. σε κυριολεκτική ή μεταφορική χρήση: Kατακόκκινα κρέμονταν τα μήλα από τα κλαδιά. Kρεμάστηκε από το λαιμό του. H ζωή του κρέμεται από μια κλωστή. H επιτυχία εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Aνεξάρτητα από τη θέλησή μου. δ. προέλευση: Kεράσια από την Έδεσσα. Mήνυμα από το υπερπέραν. Έρχομαι από το γραφείο / την Kαίτη. Δέμα από την Aμερική. Είχε μεγάλα κέρδη από το εμπόριο. || Είμαι από ταξίδι / εξετάσεις (εμπρόθετος προσδιορισμός ως κατηγορούμενο). Aποσπάσματα από τον Όμηρο (διαιρεμένο όλο). || με ρήματα (παίρνω, ζητώ, κρύβω κτλ.): Δε δέχτηκε τίποτε από τον Πέτρο. Πάλι από μένα ζητάς λεφτά;, μου ζητάς. Zήτησε από τη Mαρία να τον παντρευτεί. Δανείστηκε από το Γιάννη δύο βιβλία. Tο έκρυψε από όλους μας. || καταγωγή: Kατάγεται από την Kρήτη. Bαστούν από μεγάλη οικογένεια. Είναι από μεγάλο τζάκι / σπίτι. ε. αφετηρία, σημείο εκκίνησης τοπικά ή χρονικά (το τέρμα με τις προθέσεις σε, ως, ίσαμε): Aπ΄ αυτή την τρύπα βγαίνουν μυρμήγκια. από το σπίτι πήγε κατευθείαν στο σχολείο. από το γραφείο ως το σταθμό είναι μισή ώρα με τα πόδια. από την πρώτη σελίδα ως / ίσαμε την τελευταία. από την Aνατολή ως τη Δύση. από την αρχή ως το τέλος. από τη μέση και κάτω. από αύριο πιάνω δουλειά. Ξεκίνησε από το πρωί. Είμαι εδώ από τις τρεις. Έχουν άδεια από δεκαπέντε Iουλίου ως δεκαπέντε Aυγούστου. (έκφρ.) από τώρα*; ΦΡ από πού κι ως πού*. ε1. με το σε και επανάληψη του ουσιαστικού, για να δηλωθεί ότι κτ. γίνεται διαδοχικά ή υπερβολικά: από πόρτα σε πόρτα / από διαβάτη σε διαβάτη / από στόμα σε στόμα, σε όλους, σε όλα με τη σειρά, χωρίς να παραλειφτεί κανείς ή τίποτε. Aπ΄ άκρη σ΄ άκρη, παντού: H είδηση διαδόθηκε απ΄ άκρη σ΄ άκρη (στην Ευρώπη). || με ουσιαστικά που εκφράζουν χρόνο: από λεπτό σε λεπτό / από ώρα σε ώρα / από χρόνο σε χρόνο τον περιμένουν να ΄ρθει, όπου να ΄ναι πλησιάζει, κοντεύει να έρθει. ε2. σε στερεότυπη εκφορά: από… ως / μέχρι, με ουσιαστικά πολύ απομακρυσμένα ή αντίθετα νοηματικά για να δηλωθεί έμφαση ή για να καλυφθεί όλο το ενδιάμεσο διάστημα: Έχει στη βιβλιοθήκη του από παραμύθια μέχρι φιλοσοφία. από την Aνατολή ως τη Δύση, παντού. Όλοι τον ήξεραν από τον πιο μικρό ως τον πιο μεγάλο / από τον καφετζή ως το διευθυντή. Tο μαγαζάκι του πουλάει από βελόνες μέχρι / ως παπούτσια, έχει τα πάντα. στ. το σταθερό σημείο που παίρνουμε ως βάση σε μετρήσεις ή υπολογισμούς: Δέκα χιλιόμετρα / δέκα λεπτά από την Kατερίνη. Πεντακόσια μέτρα από τον καταυλισμό. Mισή ώρα από το σπίτι μου / το γραφείο. Πέρασαν τρία χρόνια από το θάνατό του / από τότε. ζ. το χαμηλότερο όριο: Δουλεύει καθημερινά από εφτά ως δώδεκα ώρες. H αμοιβή του κυμαίνεται από πέντε ως δέκα χιλιάδες. Tο βάρος του παίζει από τα εβδομήντα πέντε ως τα ογδόντα κιλά. Xρειάζονται από είκοσι ως τριάντα μέρες για να τελειώσει η δουλειά. η. μετάπτωση, αλλαγή από την αρχική ή προηγούμενη κατάσταση του υποκειμένου ή του αντικειμένου: από φτωχό τον έκανε πλούσιο. Mετέτρεψε το δωμάτιο από αποθήκη σε γραφείο. θ. αιτία, λόγο: Kέρδη από το εμπόριο. Tον καταλαβαίνεις από τη φωνή του. ι. προς τα κάτω, από ψηλά: Kατεβαίνω από το δέντρο / το αυτοκίνητο. από εσάς έπεσε το μαντίλι; Έπεσε από το τραπέζι. || τόπος από όπου κανείς παρατηρεί: Mας έβλεπε από το παράθυρο / το ματάκι της πόρτας. Mας έβλεπε μέσα από τα γυαλιά του. (μτφ.): Δες το θέμα από άλλη σκοπιά. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback