αποσταθεροποιώ Verb  [apostatheropio, apostatheropoiw]

  Verb
(0)

GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu αποσταθεροποιώ

απρόσωπες εγκλίσεις
απαρέμφατο (αόριστος)
αποσταθεροποιήσει
μετοχή (ενεστώτας)
αποσταθεροποιώντας
προσωπικές εγκλίσεις
πρόσωποsingularplural
πρώτοδεύτεροτρίτοπρώτοδεύτεροτρίτο
οριστικήεγώεσύαυτόςεμείςεσείςαυτοί
μονολεκτικοί
χρόνοι
ενεστώταςαποσταθεροποιώαποσταθεροποιείςαποσταθεροποιείαποσταθεροποιούμεαποσταθεροποιείτεαποσταθεροποιούν
παρατατικόςαποσταθεροποιούσααποσταθεροποιούσεςαποσταθεροποιούσεαποσταθεροποιούσαμεαποσταθεροποιούσατεαποσταθεροποιούσαν
αόριστοςαποσταθεροποίησααποσταθεροποίησεςαποσταθεροποίησεαποσταθεροποιήσαμεαποσταθεροποιήσατεαποσταθεροποίησαν


περιφραστικοί
χρόνοι
εξακολουθητικός
μέλλοντας
θα αποσταθεροποιώθα αποσταθεροποιείςθα αποσταθεροποιείθα αποσταθεροποιούμεθα αποσταθεροποιείτεθα αποσταθεροποιούν
στιγμιαίος
μέλλοντας
θα αποσταθεροποιήσωθα αποσταθεροποιήσειςθα αποσταθεροποιήσειθα αποσταθεροποιήσουμεθα αποσταθεροποιήσετεθα αποσταθεροποιήσουν
παρακείμενος α'έχω αποσταθεροποιήσειέχεις αποσταθεροποιήσειέχει αποσταθεροποιήσειέχουμε αποσταθεροποιήσειέχετε αποσταθεροποιήσειέχουν αποσταθεροποιήσει
παρακείμενος β'------
υπερσυντέλικος α'είχα αποσταθεροποιήσειείχες αποσταθεροποιήσειείχε αποσταθεροποιήσειείχαμε αποσταθεροποιήσειείχατε αποσταθεροποιήσειείχαν αποσταθεροποιήσει
υπερσυντέλικος β'------
συντελεσμένος
μέλλοντας α'
θα έχω αποσταθεροποιήσειθα έχεις αποσταθεροποιήσειθα έχει αποσταθεροποιήσειθα έχουμε αποσταθεροποιήσειθα έχετε αποσταθεροποιήσειθα έχουν αποσταθεροποιήσει
συντελεσμένος
μέλλοντας β'
------
υποτακτικήεγώεσύαυτόςεμείςεσείςαυτοί
περιφραστικοί
χρόνοι
ενεστώταςνα αποσταθεροποιώνα αποσταθεροποιείςνα αποσταθεροποιείνα αποσταθεροποιούμενα αποσταθεροποιείτενα αποσταθεροποιούν
αόριστοςνα αποσταθεροποιήσωνα αποσταθεροποιήσειςνα αποσταθεροποιήσεινα αποσταθεροποιήσουμενα αποσταθεροποιήσετενα αποσταθεροποιήσουν
παρακείμενος α'να έχω αποσταθεροποιήσεινα έχεις αποσταθεροποιήσεινα έχει αποσταθεροποιήσεινα έχουμε αποσταθεροποιήσεινα έχετε αποσταθεροποιήσεινα έχουν αποσταθεροποιήσει
παρακείμενος β'------
προστακτική-(εσύ)--(εσείς)-
μονολεκτικοί
χρόνοι
ενεστώταςαποσταθεροποίειαποσταθεροποιείτε
αόριστοςαποσταθεροποίησεαποσταθεροποιήστε





Griechische Definition zu αποσταθεροποιώ

αποσταθεροποιώ [apostaθeropió] -ούμαι : διαταράσσω την ομαλότητα στην πολιτική, κοινωνική ή οικονομική ζωή ενός τόπου, με μια σειρά από ενέργειες που έχουν ως αποτέλεσμα να κλονίσουν μια σταθερή, παγιωμένη κατάσταση. ANT σταθεροποιώ: Ο πόλεμος στα Bαλκάνια αποσταθεροποίησε το καθεστώς που ίσχυσε τα τελευταία πενήντα χρόνια. Yπάρχει κίνδυνος να αποσταθεροποιηθεί η οικονομία μας εξαιτίας των δυσμενών διεθνών συνθηκών.

[λόγ. απο- σταθεροποιώ μτφρδ. αγγλ. destabidivze]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback