απομονώνω Verb  [apomonono, apomonwnw]

  Verb
(1)
  Verb
(0)

Etymologie zu απομονώνω

απομονώνω μεταφορά στην ενεργητική φωνή του ελληνιστικού ἀπομονέομαι, -οῦμαι


GriechischDeutsch
Τρέχουν αντιχάκινγκ και απομονώνω την IP τους και φορτώνομαι στη βάση τους.Sie sind im VM-Modus, ich muss also erst ihr API isolieren. Was?

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu απομονώνω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
απομονώνωαπομονώνουμε, απομονώνομεαπομονώνομαιαπομονωνόμαστε
απομονώνειςαπομονώνετεαπομονώνεσαιαπομονώνεστε, απομονωνόσαστε
απομονώνειαπομονώνουν(ε)απομονώνεταιαπομονώνονται
Imper
fekt
απομόνωνααπομονώναμεαπομονωνόμουν(α)απομονωνόμαστε, απομονωνόμασταν
απομόνωνεςαπομονώνατεαπομονωνόσουν(α)απομονωνόσαστε, απομονωνόσασταν
απομόνωνεαπομόνωναν, απομονώναν(ε)απομονωνόταν(ε)απομονώνονταν, απομονωνόντανε, απομονωνόντουσαν
Aoristαπομόνωσααπομονώσαμεαπομονώθηκααπομονωθήκαμε
απομόνωσεςαπομονώσατεαπομονώθηκεςαπομονωθήκατε
απομόνωσεαπομόνωσαν, απομονώσαν(ε)απομονώθηκεαπομονώθηκαν, απομονωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω απομονώσει
έχω απομονωμένο
έχουμε απομονώσει
έχουμε απομονωμένο
έχω απομονωθεί
είμαι απομονωμένος, -η
έχουμε απομονωθεί
είμαστε απομονωμένοι, -ες
έχεις απομονώσει
έχεις απομονωμένο
έχετε απομονώσει
έχετε απομονωμένο
έχεις απομονωθεί
είσαι απομονωμένος, -η
έχετε απομονωθεί
είστε απομονωμένοι, -ες
έχει απομονώσει
έχει απομονωμένο
έχουν απομονώσει
έχουν απομονωμένο
έχει απομονωθεί
είναι απομονωμένος, -η, -ο
έχουν απομονωθεί
είναι απομονωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα απομονώσει
είχα απομονωμένο
είχαμε απομονώσει
είχαμε απομονωμένο
είχα απομονωθεί
ήμουν απομονωμένος, -η
είχαμε απομονωθεί
ήμαστε απομονωμένοι, -ες
είχες απομονώσει
είχες απομονωμένο
είχατε απομονώσει
είχατε απομονωμένο
είχες απομονωθεί
ήσουν απομονωμένος, -η
είχατε απομονωθεί
ήσαστε απομονωμένοι, -ες
είχε απομονώσει
είχε απομονωμένο
είχαν απομονώσει
είχαν απομονωμένο
είχε απομονωθεί
ήταν απομονωμένος, -η, -ο
είχαν απομονωθεί
ήταν απομονωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα απομονώνωθα απομονώνουμε, θα απομονώνομεθα απομονώνομαιθα απομονωνόμαστε
θα απομονώνειςθα απομονώνετεθα απομονώνεσαιθα απομονώνεστε, θα απομονωνόσαστε
θα απομονώνειθα απομονώνουν(ε)θα απομονώνεταιθα απομονώνονται
Fut
ur
θα απομονώσωθα απομονώσουμε, θα απομονώσομεθα απομονωθώθα απομονωθούμε
θα απομονώσειςθα απομονώσετεθα απομονωθείςθα απομονωθείτε
θα απομονώσειθα απομονώσουνθα απομονωθείθα απομονωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω απομονώσει
θα έχω απομονωμένο
θα έχουμε απομονώσει
θα έχουμε απομονωμένο
θα έχω απομονωθεί
θα είμαι απομονωμένος, -η
θα έχουμε απομονωθεί
θα είμαστε απομονωμένοι, -ες
θα έχεις απομονώσει
θα έχεις απομονωμένο
θα έχετε απομονώσει
θα έχετε απομονωμένο
θα έχεις απομονωθεί
θα είσαι απομονωμένος, -η
θα έχετε απομονωθεί
θα είστε απομονωμένοι, -ες
θα έχει απομονώσει
θα έχει απομονωμένο
θα έχουν απομονώσει
θα έχουν απομονωμένο
θα έχει απομονωθεί
θα είναι απομονωμένος, -η, -ο
θα έχουν απομονωθεί
θα είναι απομονωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να απομονώνωνα απομονώνουμε, να απομονώνομενα απομονώνομαινα απομονωνόμαστε
να απομονώνειςνα απομονώνετενα απομονώνεσαινα απομονώνεστε, να απομονωνόσαστε
να απομονώνεινα απομονώνουν(ε)να απομονώνεταινα απομονώνονται
Aoristνα απομονώσωνα απομονώσουμε, να απομονώσομενα απομονωθώνα απομονωθούμε
να απομονώσειςνα απομονώσετενα απομονωθείςνα απομονωθείτε
να απομονώσεινα απομονώσουν(ε)να απομονωθείνα απομονωθούν(ε)
Perfνα έχω απομονώσει
να έχω απομονωμένο
να έχουμε απομονώσει
να έχουμε απομονωμένο
να έχω απομονωθεί
να είμαι απομονωμένος, -η
να έχουμε απομονωθεί
να είμαστε απομονωμένοι, -ες
να έχεις απομονώσει
να έχεις απομονωμένο
να έχετε απομονώσει
να έχετε απομονωμένο
να έχεις απομονωθεί
να είσαι απομονωμένος, -η
να έχετε απομονωθεί
να είστε απομονωμένοι, -ες
να έχει απομονώσει
να έχει απομονωμένο
να έχουν απομονώσει
να έχουν απομονωμένο
να έχει απομονωθεί
να είναι απομονωμένος, -η, -ο
να έχουν απομονωθεί
να είναι απομονωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presαπομόνωνεαπομονώνετεαπομονώνεστε
Aoristαπομόνωσεαπομονώσετε, απομονώστεαπομονώσουαπομονωθείτε
Part
izip
Presαπομονώνοντας
Perfέχοντας απομονώσει, έχοντας απομονωμένοαπομονωμένος, -η, -οαπομονωμένοι, -ες, -α
InfinAoristαπομονώσειαπομονωθεί







Griechische Definition zu απομονώνω

απομονώνω [apomonóno] -ομαι : 1.διαχωρίζω, χωρίζω, απομακρύνω κτ. από ένα σύνολο, έτσι ώστε να μείνει μόνο του: απομονώνω μερικές λέξεις / φράσεις από ένα κείμενο. Οι επιστήμονες κατάφεραν να απομονώσουν το μικρόβιο της ασθένειας και να το πολεμήσουν. || διακόπτω τη σύνδεση: H συσκευή πρέπει να απομονωθεί από το σύστημα και να ελεγχθεί για πιθανή βλάβη. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback