ανταμείβω Verb  [antamivo, antameibw]

  Verb
(2)

Etymologie zu ανταμείβω

ανταμείβω mittelgriechisch ἀνταμείβω altgriechisch ἀνταμείβομαι ἀμείβω


GriechischDeutsch
Για μένα το να στείλω αυτές μετά την συμπεριφορά τους στο Μόντε Κάρλο, χωρίς να αναφέρω και τον τρόπο που συμπεριφέρθηκε η Σίντνεϊ στο γραφείο μου, θα ήταν σαν να τους ανταμείβω για την απειθαρχία τους.Gäbe ich ihnen den Auftrag trotz Monte Carlo und trotz Sydneys Verhalten in meinem Büro, wäre es so, als ob ich sie für ihre Befehlsverweigerung belohnen würde.

Übersetzung nicht bestätigt

Ο Κύριος διάλεξε εμένα. Να ανταμείβω τους δίκαιους και να τιμωρώ τους διεφθαρμένους.Der Herr hat mich auserwählt, das Gute zu belohnen und das Böse zu bestrafen.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
belohnen

Grammatik

Grammatik zu ανταμείβω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ανταμείβωανταμείβουμε, ανταμείβομεανταμείβομαιανταμειβόμαστε
ανταμείβειςανταμείβετεανταμείβεσαιανταμείβεστε, ανταμειβόσαστε
ανταμείβειανταμείβουν(ε)ανταμείβεταιανταμείβονται
Imper
fekt
αντάμειβαανταμείβαμεανταμειβόμουν(α)ανταμειβόμαστε, ανταμειβόμασταν
αντάμειβεςανταμείβατεανταμειβόσουν(α)ανταμειβόσαστε, ανταμειβόσασταν
αντάμειβεαντάμειβαν, ανταμείβαν(ε)ανταμειβόταν(ε)ανταμείβονταν, ανταμειβόντανε, ανταμειβόντουσαν
Aoristαντάμειψαανταμείψαμεανταμείφτηκα, ανταμείφθηκαανταμειφτήκαμε, ανταμειφθήκαμε
αντάμειψεςανταμείψατεανταμείφτηκες, ανταμείφθηκεςανταμειφτήκατε, ανταμειφθήκατε
αντάμειψεαντάμειψαν, ανταμείψαν(ε)ανταμείφτηκε, ανταμείφθηκεανταμείφτηκαν, ανταμειφτήκαν(ε), ανταμείφθηκαν, ανταμειφθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ανταμείψειέχουμε ανταμείψειέχω ανταμειφτεί
έχω ανταμειφθεί
έχουμε ανταμειφτεί
έχουμε ανταμειφθεί
έχεις ανταμείψειέχετε ανταμείψειέχεις ανταμειφτεί
έχεις ανταμειφθεί
έχετε ανταμειφτεί
έχετε ανταμειφθεί
έχει ανταμείψειέχουν ανταμείψειέχει ανταμειφτεί
έχει ανταμειφθεί
έχουν ανταμειφτεί
έχουν ανταμειφθεί
Plu
per
fekt
είχα ανταμείψειείχαμε ανταμείψειείχα ανταμειφτεί
είχα ανταμειφθεί
είχαμε ανταμειφτεί
είχαμε ανταμειφθεί
είχες ανταμείψειείχατε ανταμείψειείχες ανταμειφτεί
είχες ανταμειφθεί
είχατε ανταμειφτεί
είχατε ανταμειφθεί
είχε ανταμείψειείχαν ανταμείψειείχε ανταμειφτεί
είχε ανταμειφθεί
είχαν ανταμειφτεί
είχαν ανταμειφθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ανταμείβωθα ανταμείβουμε, θα ανταμείβομεθα ανταμείβομαιθα ανταμειβόμαστε
θα ανταμείβειςθα ανταμείβετεθα ανταμείβεσαιθα ανταμείβεστε, θα ανταμειβόσαστε
θα ανταμείβειθα ανταμείβουν(ε)θα ανταμείβεταιθα ανταμείβονται
Fut
ur
θα ανταμείψωθα ανταμείψουμε, θα ανταμείψομεθα ανταμειφτώθα ανταμειφτούμε
θα ανταμείψειςθα ανταμείψετεθα ανταμειφτείςθα ανταμειφτείτε
θα ανταμείψειθα ανταμείψουν(ε)θα ανταμειφτείθα ανταμειφτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ανταμείψειθα έχουμε ανταμείψειθα έχω ανταμειφτείθα έχουμε ανταμειφτεί
θα έχεις ανταμείψειθα έχετε ανταμείψειθα έχεις ανταμειφτείθα έχετε ανταμειφτεί
θα έχει ανταμείψειθα έχουν ανταμείψειθα έχει ανταμειφτείθα έχουν ανταμειφτεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ανταμείβωνα ανταμείβουμε, να ανταμείβομενα ανταμείβομαινα ανταμειβόμαστε
να ανταμείβειςνα ανταμείβετενα ανταμείβεσαινα ανταμείβεστε, να ανταμειβόσαστε
να ανταμείβεινα ανταμείβουν(ε)να ανταμείβεταινα ανταμείβονται
Aoristνα ανταμείψωνα ανταμείψουμε, να ανταμείψομενα ανταμειφτώνα ανταμειφτούμε
να ανταμείψειςνα ανταμείψετενα ανταμειφτείςνα ανταμειφτείτε
να ανταμείψεινα ανταμείψουν(ε)να ανταμειφτείνα ανταμειφτούν(ε)
Perfνα έχω ανταμείψεινα έχουμε ανταμείψεινα έχω ανταμειφτείνα έχουμε ανταμειφτεί
να έχεις ανταμείψεινα έχετε ανταμείψεινα έχεις ανταμειφτείνα έχετε ανταμειφτεί
να έχει ανταμείψεινα έχουν ανταμείψεινα έχει ανταμειφτείνα έχουν ανταμειφτεί
Imper
ativ
Presανταμείβεανταμείβετεανταμείβεστε
Aoristαντάμειψεανταμείψτε, ανταμείφτεανταμείψουανταμειφτείτε
Part
izip
Presανταμείβοντας
Perfέχοντας ανταμείψει
InfinAoristανταμείψειανταμειφτεί





Griechische Definition zu ανταμείβω

ανταμείβω [andamívo] -ομαι : αμείβω κπ. για κτ. καλό που (μου) έκανε κάνοντας ή προσφέροντάς του κτ. ανάλογο· (πρβ. ανταποδίδω): Ο Θεός να σ΄ ανταμείψει για τις ευεργεσίες σου. Ελπίζω να με ανταμείψετε για τη βοήθεια που σας προσφέρω. || (παθ.): Ελπίζω να ανταμειφτώ για τους κόπους μου / για τις θυσίες μου.

[μσν. ανταμείβω ενεργ. του αρχ. ἀνταμείβομαι `ανταποδίδω΄]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback