αναπνέω Verb  [anapneo, anapnew]

  Verb
(110)
  Verb
(3)

Etymologie zu αναπνέω

αναπνέω altgriechisch ἀναπνέω


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu αναπνέω

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αναπνέωαναπνέουμε, αναπνέομε
αναπνέειςαναπνέετε
αναπνέειαναπνέουν(ε)
Imper
fekt
ανέπνεα, ανάπνεααναπνέαμε
ανέπνεες, ανάπνεεςαναπνέατε
ανέπνεε, ανάπνεεανέπνεαν, ανάπνεαν, αναπνέαν(ε)
Aoristανέπνευσα, ανάπνευσααναπνεύσαμε
ανέπνευσες, ανάπνευσεςαναπνεύσατε
ανέπνευσε, ανάπνευσεανέπνευσαν, ανάπνευσαν, αναπνεύσαν(ε)
Per
fekt
έχω αναπνεύσειέχουμε αναπνεύσει
έχεις αναπνεύσειέχετε αναπνεύσει
έχει αναπνεύσειέχουν αναπνεύσει
Plu
per
fekt
είχα αναπνεύσειείχαμε αναπνεύσει
είχες αναπνεύσειείχατε αναπνεύσει
είχε αναπνεύσειείχαν αναπνεύσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αναπνέωθα αναπνέουμε, θα αναπνέομε
θα αναπνέειςθα αναπνέετε
θα αναπνέειθα αναπνέουν(ε)
Fut
ur
θα αναπνεύσωθα αναπνεύσουμε, θα αναπνεύσομε
θα αναπνεύσειςθα αναπνεύσετε
θα αναπνεύσειθα αναπνεύσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αναπνεύσειθα έχουμε αναπνεύσει
θα έχεις αναπνεύσειθα έχετε αναπνεύσει
θα έχει αναπνεύσειθα έχουν αναπνεύσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αναπνέωνα αναπνέουμε, να αναπνέομε
να αναπνέειςνα αναπνέετε
να αναπνέεινα αναπνέουν(ε)
Aoristνα αναπνεύσωνα αναπνεύσουμε, να αναπνεύσομε
να αναπνεύσειςνα αναπνεύσετε
να αναπνεύσεινα αναπνεύσουν(ε)
Perfνα έχω αναπνεύσεινα έχουμε αναπνεύσει
να έχεις αναπνεύσεινα έχετε αναπνεύσει
να έχει αναπνεύσεινα έχουν αναπνεύσει
Imper
ativ
Presανάπνεεαναπνέετε
Aoristανάπνευσεαναπνεύσετε, αναπνεύστε
Part
izip
Presαναπνέοντας
Perfέχοντας αναπνεύσει
InfinAoristαναπνεύσει







Griechische Definition zu αναπνέω

αναπνέω [anapnéo] Ρ αόρ. ανέπνευσα και ανάπνευσα, απαρέμφ. αναπνεύσει : 1.ασκώ τη λειτουργία της αναπνοής: Aναπνέουν τα ζώα / τα φυτά / τα κύτταρα. || ανασαίνω. α. αναπνέω με τη βοήθεια των πνευμόνων: αναπνέω με τη μύτη / με το στόμα. Ο άρρωστος αναπνέει με δυσκολία. || ζω: Δεν αναπνέει πια, είναι νεκρός. β. εισπνέω: αναπνέω καθαρό αέρα / το άρωμα των λουλουδιών / σκόνη / καυσαέρια. Aνέπνευσε βαθιά γεμίζοντας τα πνευμόνια του με αέρα. Aναζωογονήθηκε μόλις ανέπνευσε βουνίσιο αέρα. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback