ανακαλύπτω Verb  [anakalipto, anakalyptw]

  Verb
(7)
  Verb
(1)
  Verb
(0)

Etymologie zu ανακαλύπτω

ανακαλύπτω altgriechisch ἀνακαλύπτω ἀνά + καλύπτω


GriechischDeutsch
Προσωπικά, αρχίζω να ανακαλύπτω εκ νέου ορισμένες αρετές της συνθήκης της Νίκαιας.Ich persönlich beginne, einige Tugenden des Vertrags von Nizza neu zu entdecken.

Übersetzung bestätigt

Σαν αρχιτέκτονας σώματος, έχω δημιουργήσει αυτή την απεριόριστη και απέραντη πλατφόρμα για να ανακαλύπτω ό,τι θέλω.Als Körperarchitekt habe ich diese Plattform ohne Grenzen und Beschränkungen geschaffen, wo ich alles entdecken kann, was ich möchte.

Übersetzung nicht bestätigt

Οταν ήμουν έτοιμη να τα παρατήσω όλα μετά από χρόνια ταλαιπωρίας άρχισα να ανακαλύπτω ξανά την αληθινή δύναμη της μουσικής.Als ich nach Jahren der Krankheit kurz davor war, alles aufzugeben, begann ich die wahre Kraft der Musik wieder zu entdecken.

Übersetzung nicht bestätigt



Grammatik

Grammatik zu ανακαλύπτω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ανακαλύπτωανακαλύπτουμε, ανακαλύπτομεανακαλύπτομαιανακαλυπτόμαστε
ανακαλύπτειςανακαλύπτετεανακαλύπτεσαιανακαλύπτεστε, ανακαλυπτόσαστε
ανακαλύπτειανακαλύπτουν(ε)ανακαλύπτεταιανακαλύπτονται
Imper
fekt
ανακάλυπταανακαλύπταμεανακαλυπτόμουν(α)ανακαλυπτόμαστε, ανακαλυπτόμασταν
ανακάλυπτεςανακαλύπτατεανακαλυπτόσουν(α)ανακαλυπτόσαστε
ανακάλυπτεανακάλυπταν, ανακαλύπταν(ε)ανακαλυπτόταν(ε)ανακαλύπτονταν
Aoristανακάλυψαανακαλύψαμεανακαλύφθηκα, ανακαλύφτηκαανακαλυφθήκαμε, ανακαλυφτήκαμε
ανακάλυψεςανακαλύψατεανακαλύφθηκες, ανακαλύφτηκεςανακαλυφθήκατε, ανακαλυφτήκατε
ανακάλυψεανακάλυψαν, ανακαλύψαν(ε)ανακαλύφθηκε, ανακαλύφτηκεανακαλύφθηκαν, ανακαλυφθήκαν(ε), ανακαλύφτηκαν, ανακαλυφτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ανακαλύψει
έχω ανακαλυμμένο
έχουμε ανακαλύψει
έχουμε ανακαλυμμένο
έχω ανακαλυφθεί
έχω ανακαλυφτεί
είμαι ανακαλυμμένος, -η
έχουμε ανακαλυφθεί
έχουμε ανακαλυφτεί
είμαστε ανακαλυμμένοι, -ες
έχεις ανακαλύψει
έχεις ανακαλυμμένο
έχετε ανακαλύψει
έχετε ανακαλυμμένο
έχεις ανακαλυφθεί
έχεις ανακαλυφτεί
είσαι ανακαλυμμένος, -η
έχετε ανακαλυφθεί
έχετε ανακαλυφτεί
είστε ανακαλυμμένοι, -ες
έχει ανακαλύψει
έχει ανακαλυμμένο
έχουν ανακαλύψει
έχουν ανακαλυμμένο
έχει ανακαλυφθεί
έχει ανακαλυφτεί
είναι ανακαλυμμένος, -η, -ο
έχουν ανακαλυφθεί
έχουν ανακαλυφτεί
είναι ανακαλυμμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ανακαλύψει
είχα ανακαλυμμένο
είχαμε ανακαλύψει
είχαμε ανακαλυμμένο
είχα ανακαλυφθεί
είχα ανακαλυφτεί
ήμουν ανακαλυμμένος, -η
είχαμε ανακαλυφθεί
είχαμε ανακαλυφτεί
ήμαστε ανακαλυμμένοι, -ες
είχες ανακαλύψει
είχες ανακαλυμμένο
είχατε ανακαλύψει
είχατε ανακαλυμμένο
είχες ανακαλυφθεί
είχες ανακαλυφτεί
ήσουν ανακαλυμμένος, -η
είχατε ανακαλυφθεί
είχατε ανακαλυφτεί
ήσαστε ανακαλυμμένοι, -ες
είχε ανακαλύψει
είχε ανακαλυμμένο
είχαν ανακαλύψει
είχαν ανακαλυμμένο
είχε ανακαλυφθεί
είχε ανακαλυφτεί
ήταν ανακαλυμμένος, -η, -ο
είχαν ανακαλυφθεί
είχαν ανακαλυφτεί
ήταν ανακαλυμμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ανακαλύπτωθα ανακαλύπτουμε, θα ανακαλύπτομεθα ανακαλύπτομαιθα ανακαλυπτόμαστε
θα ανακαλύπτειςθα ανακαλύπτετεθα ανακαλύπτεσαιθα ανακαλύπτεστε, θα ανακαλυπτόσαστε
θα ανακαλύπτειθα ανακαλύπτουν(ε)θα ανακαλύπτεταιθα ανακαλύπτονται
Fut
ur
θα ανακαλύψωθα ανακαλύψουμε, θα ανακαλύψομεθα ανακαλυφθώ, θα ανακαλυφτώθα ανακαλυφθούμε, θα ανακαλυφτούμε
θα ανακαλύψειςθα ανακαλύψετεθα ανακαλυφθείς, θα ανακαλυφτείςθα ανακαλυφθείτε, θα ανακαλυφτείτε
θα ανακαλύψειθα ανακαλύψουν(ε)θα ανακαλυφθεί, θα ανακαλυφτείθα ανακαλυφθούν(ε), θα ανακαλυφτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ανακαλύψει
θα έχω ανακαλυμμένο
θα έχουμε ανακαλύψει
θα έχουμε ανακαλυμμένο
θα έχω ανακαλυφθεί
θα έχω ανακαλυφτεί
θα είμαι ανακαλυμμένος, -η
θα έχουμε ανακαλυφθεί
θα έχουμε ανακαλυφτεί
θα είμαστε ανακαλυμμένοι, -ες
θα έχεις ανακαλύψει
θα έχεις ανακαλυμμένο
θα έχετε ανακαλύψει
θα έχετε ανακαλυμμένο
θα έχεις ανακαλυφθεί
θα έχεις ανακαλυφτεί
θα είσαι ανακαλυμμένος, -η
θα έχετε ανακαλυφθεί
θα έχετε ανακαλυφτεί
θα είστε ανακαλυμμένοι, -ες
θα έχει ανακαλύψει
θα έχει ανακαλυμμένο
θα έχουν ανακαλύψει
θα έχουν ανακαλυμμένο
θα έχει ανακαλυφθεί
θα έχει ανακαλυφτεί
θα είναι ανακαλυμμένος, -η, -ο
θα έχουν ανακαλυφθεί
θα έχουν ανακαλυφτεί
θα είναι ανακαλυμμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ανακαλύπτωνα ανακαλύπτουμε, να ανακαλύπτομενα ανακαλύπτομαινα ανακαλυπτόμαστε
να ανακαλύπτειςνα ανακαλύπτετενα ανακαλύπτεσαινα ανακαλύπτεστε, να ανακαλυπτόσαστε
να ανακαλύπτεινα ανακαλύπτουν(ε)να ανακαλύπτεταινα ανακαλύπτονται
Aoristνα ανακαλύψωνα ανακαλύψουμε, να ανακαλύψομενα ανακαλυφθώ, να ανακαλυφτώνα ανακαλυφθούμε, να ανακαλυφτούμε
να ανακαλύψειςνα ανακαλύψετενα ανακαλυφθείς, να ανακαλυφτείςνα ανακαλυφθείτε, να ανακαλυφτείτε
να ανακαλύψεινα ανακαλύψουν(ε)να ανακαλυφθεί, να ανακαλυφτείνα ανακαλυφθούν(ε), να ανακαλυφτούν(ε)
Perfνα έχω ανακαλύψει
να έχω ανακαλυμμένο
να έχουμε ανακαλύψει
να έχουμε ανακαλυμμένο
να έχω ανακαλυφθεί
να έχω ανακαλυφτεί
να είμαι ανακαλυμμένος, -η
να έχουμε ανακαλυφθεί
να έχουμε ανακαλυφτεί
να είμαστε ανακαλυμμένοι, -ες
να έχεις ανακαλύψει
να έχεις ανακαλυμμένο
να έχετε ανακαλύψει
να έχετε ανακαλυμμένο
να έχεις ανακαλυφθεί
να έχεις ανακαλυφτεί
να είσαι ανακαλυμμένος, -η
να έχετε ανακαλυφθεί
να έχετε ανακαλυφτεί
να είστε ανακαλυμμένοι, -ες
να έχει ανακαλύψει
να έχει ανακαλυμμένο
να έχουν ανακαλύψει
να έχουν ανακαλυμμένο
να έχει ανακαλυφθεί
να έχει ανακαλυφτεί
να είναι ανακαλυμμένος, -η, -ο
να έχουν ανακαλυφθεί
να έχουν ανακαλυφτεί
να είναι ανακαλυμμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presανακάλυπτεανακαλύπτετεανακαλύπτεστε
Aoristανακαλύψεανακαλύψετε, ανακαλύψτεανακαλύψουανακαλυφθείτε, ανακαλυφτείτε
Part
izip
Presανακαλύπτονταςανακαλυπτόμενος
Perfέχοντας ανακαλύψει, έχοντας ανακαλυμμένοανακαλυμμένος, -η, -οανακαλυμμένοι, -ες, -α
InfinAoristανακαλύψειανακαλυφθεί, ανακαλυπτεί









Griechische Definition zu ανακαλύπτω

ανακαλύπτω [anakalípto] -ομαι : 1α.βρίσκω κτ. που υπήρχε, ήταν όμως άγνωστο, κάνω μια ανακάλυψη: Ο Kολόμβος ανακάλυψε την Aμερική. Ο Ήρωνας ανακάλυψε τη δύναμη του ατμού, η πρώτη όμως ατμομηχανή εφευρέθηκε πολλούς αιώνες αργότερα. Ο Kοχ ανακάλυψε το μικρόβιο της φυματίωσης. Οι αστρονόμοι ανακαλύπτουν συνεχώς καινούρια αστέρια. ΦΡ ανακαλύπτω την πυρίτιδα* / την Aμερική*. β. βρίσκω τυχαία ή ύστερα από έρευνες κπ. ή κτ. που ήταν κρυμμένο(ς) ή που το(ν) είχα χάσει: H αστυνομία ανακάλυψε το δράστη / το κλεμμένο αυτοκίνητο. Ψάχνει για να ανακαλύψει το χαμένο θησαυρό. Είχα να τη δω πολλά χρόνια και την ανακάλυψα τυχαία το καλοκαίρι. || για κπ. ή για κτ. που είχαμε ξεχάσει ή που δεν ξέραμε ότι υπάρχει: Aνακάλυψαν έναν ιεραπόστολο στη ζούγκλα της Aφρικής. Aνακάλυψα ένα χειρόγραφο / μια παράλειψη / ένα λάθος. γ. μαθαίνω ότι υπάρχει κτ. ή κάποιος που δεν είναι πολύ γνωστό(ς), γιατί δεν έχει διαφημιστεί ή προβληθεί: Aνακάλυψα ένα καλό και ήσυχο εστιατόριο. Πού τα ανακαλύπτεις αυτά τα φτηνά μαγαζιά;, πού τα ξετρυπώνεις. Aνακάλυψα μια πολύ καλή μοδίστρα / έναν πολύ καλό γιατρό. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback