{η}  ακτινοβολία Subst.  [aktinovolia, aktinobolia]

{die}    Subst.
(1157)

Etymologie zu ακτινοβολία

ακτινοβολία ελληνιστική ἀκτινοβολία


GriechischDeutsch
«εγκλήματα συνδεόμενα με πυρηνικές και ραδιενεργές ουσίες», τα ποινικά αδικήματα που απαριθμούνται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 της σύμβασης για τη φυσική προστασία του πυρηνικού υλικού, που υπεγράφη στη Βιέννη και στη Νέα Υόρκη στις 3 Μαρτίου 1980, και που αφορούν τα πυρηνικά ή ραδιενεργά υλικά, όπως ορίζονται στο άρθρο 197 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρατόμ και στην οδηγία 96/29/Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 13ης Μαΐου 1996, για τον καθορισμό των βασικών κανόνων ασφάλειας για την προστασία της υγείας των εργαζομένων και του πληθυσμού από τους κινδύνους που προκύπτουν από ιονίζουσες ακτινοβολίες [1]·„Kriminalität im Zusammenhang mit nuklearen und radioaktiven Substanzen“ Straftaten gemäß Artikel 7 Absatz 1 des am 3. März 1980 in Wien und New York unterzeichneten Übereinkommens über den physischen Schutz von Kernmaterial, die nukleare und/oder radioaktive Substanzen im Sinne von Artikel 197 des Vertrags zur Gründung der der Europäischen Atomgemeinschaft und der Richtlinie 96/29/Euratom des Rates vom 13. Mai 1996 zur Festlegung der grundlegenden Sicherheitsnormen für den Schutz der Gesundheit der Arbeitskräfte und der Bevölkerung gegen die Gefahren durch ionisierende Strahlungen [1] betreffen;

Übersetzung bestätigt

στις ραδιενεργούς ουσίες και στα ραδιενεργά μείγματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 96/29/Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 13ης Μαΐου 1996, για τον καθορισμό των βασικών κανόνων ασφάλειας για την προστασία της υγείας των εργαζομένων και του πληθυσμού από τους κινδύνους που προκύπτουν από ιονίζουσες ακτινοβολίες·radioaktive Stoffe und Gemische im Anwendungsbereich der Richtlinie 96/29/Euratom des Rates vom 13. Mai 1996 zur Festlegung der grundlegenden Sicherheitsnormen für den Schutz der Gesundheit der Arbeitskräfte und der Bevölkerung gegen die Gefahren durch ionisierende Strahlungen;

Übersetzung bestätigt

Στο σημείο 6A102, ως ’ανιχνευτής’ ορίζεται μια μηχανική, ηλεκτρική, οπτική ή χημική διάταξη που εξακριβώνει και καταγράφει αυτομάτως, ή καταχωρεί ένα ερέθισμα, όπως περιβαλλοντική μεταβολή πίεσης ή θερμοκρασίας, ένα ηλεκτρικό ή ηλεκτρομαγνητικό σήμα ή ακτινοβολία από ραδιενεργό υλικό.Im Sinne von Nummer 6A102 ist ein ‚Detektor‘ definiert als eine mechanische, elektrische, optische oder chemische Vorrichtung, die automatisch identifiziert, aufzeichnet oder ein Signal registriert, wie z.B. Änderungen von Umgebungstemperatur oder -druck, elektrische oder elektromagnetische Signale oder die Strahlung eines radioaktiven Materials.

Übersetzung bestätigt

την τεχνική πρόοδο, τις μεταβολές των πλέον σχετικών εναρμονισμένων ευρωπαϊκών προτύπων ή διεθνών προδιαγραφών και των νέων επιστημονικών ευρημάτων στον τομέα της επαγγελματικής έκθεσης σε οπτική ακτινοβολία.des technischen Fortschritts, der Entwicklung der geeignetsten harmonisierten europäischen Normen oder internationalen Spezifikationen und neuer wissenschaftlicher Erkenntnisse auf dem Gebiet der Exposition gegenüber optischer Strahlung am Arbeitsplatz.

Übersetzung bestätigt

Όσον αφορά την οδηγία 2006/25/ΕΚ, η Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να επιφέρει στα παραρτήματά της προσαρμογές, αμιγώς τεχνικού χαρακτήρα, σε συνάρτηση με την έκδοση οδηγιών στο πεδίο της τεχνικής εναρμόνισης και τυποποίησης σχετικά με τον σχεδιασμό, την ανέγερση, την παραγωγή ή την κατασκευή εξοπλισμού και/ή χώρων εργασίας, και της τεχνικής προόδου, των μεταβολών των πλέον σχετικών εναρμονισμένων ευρωπαϊκών προτύπων ή διεθνών προδιαγραφών, και των νέων επιστημονικών ευρημάτων στον τομέα της επαγγελματικής έκθεσης στην οπτική ακτινοβολία.Was die Richtlinie 2006/25/EG betrifft, sollte die Kommission die Befugnis erhalten, rein technische Änderungen der Anhänge der Richtlinie nach Maßgabe der zur technischen Harmonisierung und Normung im Bereich von Auslegung, Bau, Herstellung oder Konstruktion von Arbeitsmitteln und/oder Arbeitsstätten erlassenen Richtlinien und unter Berücksichtigung des technischen Fortschritts, der Entwicklung der geeignetsten harmonisierten europäischen Normen oder internationalen Spezifikationen und neuer wissenschaftlicher Erkenntnisse auf dem Gebiet der Exposition gegenüber optischer Strahlung am Arbeitsplatz vorzunehmen.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
ακτινοβόλημα
ακτινοβόληση
Deutsche Synonyme
Leuchten
Brillanz
Strahlung



Griechische Definition zu ακτινοβολία

ακτινοβολία η [aktinovolía] : 1.το φαινόμενο της εκπομπής ακτίνων από ένα σώμα: ακτινοβολία φωτός / θερμότητας. ακτινοβολία ραδίου. Ραδιενεργός ακτινοβολία. Πυρηνική / θερμική / φωτεινή / ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία. Tο μήκος κύματος / οι πηγές / οι νόμοι της ακτινοβολίας. Δέχομαι ακτινοβολία. Yποβάλλομαι σε ακτινοβολία για θεραπευτικούς σκοπούς. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback