zusammenzählen
 Verb

αθροίζω Verb
(0)
προσθέτω Verb
(0)
μετρώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Susie kann zwei und zwei zusammenzählen.Μόλις βάλει τα πράγματα σε μια σειρά, εγώ είμαι κοτόπουλο στο τσουκάλι.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich kann mich um die Tiere kümmern und du könntest das Geld zählen, du weißt schon, Zahlen zusammenzählen?Θα μπορούσα να πάρω τη φροντίδα των ζώων ... και θα μετρούν τα χρήματα, ξέρετε οι αριθμοί προσθέτουν επάνω;

Übersetzung nicht bestätigt

Ich kann zwei und zwei zusammenzählen Alan.-Ξέρω πολύ καλά τι λέω.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich möchte 2 und 2 zusammenzählen und sehen, was dabei rauskommt.Για να ξεκαθαρίσω... το θέμα.

Übersetzung nicht bestätigt

Dasselbe Morddezernat, das nicht 2 und 2 zusammenzählen und den Hörer abnehmen kann,... sondern es mich eineinhalb Tage später in der Baltimore Sun lesen lässt.Το τμήμα που δεν είναι ικανό να με ειδοποιεί έγκαιρα και μ' αφήνει να μαθαίνω τα νέα από τις εφημερίδες.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
προσθέτωπροσθέτουμε, προσθέτομεπροστίθεμαιπροστιθέμεθα
προσθέτειςπροσθέτετεπροστίθεσαιπροστίθεσθε
προσθέτειπροσθέτουν(ε)προστίθεταιπροστίθενται
Imper
fekt
πρόσθεταπροσθέταμε
πρόσθετεςπροσθέτατε
πρόσθετεπρόσθεταν, προσθέταν(ε)προστίθετοπροστίθεντο
Aoristπρόσθεσαπροσθέσαμεπροστέθηκαπροστεθήκαμε
πρόσθεσεςπροσθέσατεπροστέθηκεςπροστεθήκατε
πρόσθεσεπρόσθεσαν, προσθέσαν(ε)προστέθηκεπροστέθηκαν, προστεθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω προσθέσειέχουμε προσθέσειέχω προστεθείέχουμε προστεθεί
έχεις προσθέσειέχετε προσθέσειέχεις προστεθείέχετε προστεθεί
έχει προσθέσειέχουν προσθέσειέχει προστεθείέχουν προστεθεί
Plu
per
fekt
είχα προσθέσειείχαμε προσθέσειείχα προστεθείείχαμε προστεθεί
είχες προσθέσειείχατε προσθέσειείχες προστεθείείχατε προστεθεί
είχε προσθέσειείχαν προσθέσειείχε προστεθείείχαν προστεθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα προσθέτωθα προσθέτουμε, θα προσθέτομεθα προστίθεμαιθα προστιθέμεθα
θα προσθέτειςθα προσθέτετεθα προστίθεσαιθα προστίθεσθε
θα προσθέτειθα προσθέτουν(ε)θα προστίθεταιθα προστίθενται
Fut
ur
θα προσθέσωθα προσθέσουμε, θα προσθέσομεθα προστεθώθα προστεθούμε
θα προσθέσειςθα προσθέσετεθα προστεθείςθα προστεθείτε
θα προσθέσειθα προσθέσουν(ε)θα προστεθείθα προστεθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω προσθέσειθα έχουμε προσθέσειθα έχω προστεθείθα έχουμε προστεθεί
θα έχεις προσθέσειθα έχετε προσθέσειθα έχεις προστεθείθα έχετε προστεθεί
θα έχει προσθέσειθα έχουν προσθέσειθα έχει προστεθείθα έχουν προστεθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να προσθέτωνα προσθέτουμε, να προσθέτομενα προστίθεμαινα προστιθέμεθα
να προσθέτειςνα προσθέτετενα προστίθεσαινα προστίθεσθε
να προσθέτεινα προσθέτουν(ε)να προστίθεταινα προστίθενται
Aoristνα προσθέσωνα προσθέσουμε, να προσθέσομενα προστεθώνα προστεθούμε
να προσθέσειςνα προσθέσετενα προστεθείςνα προστεθείτε
να προσθέσεινα προσθέσουν(ε)να προστεθείνα προστεθούν(ε)
Perfνα έχω προσθέσεινα έχουμε προσθέσεινα έχω προστεθείνα έχουμε προστεθεί
να έχεις προσθέσεινα έχετε προσθέσεινα έχεις προστεθείνα έχετε προστεθεί
να έχει προσθέσεινα έχουν προσθέσεινα έχει προστεθείνα έχουν προστεθεί
Imper
ativ
Presπρόσθετεπροσθέτετεπροστίθεσθε
Aoristπρόσθεσεπροσθέσετε, προσθέστεπροσθέσουπροστεθείτε
Part
izip
Presπροσθέτοντας
Perfέχοντας προσθέσει
InfinAoristπροσθέσειπροστεθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
μετράω, μετρώμετράμε, μετρούμεμετριέμαιμετριόμαστε
μετράςμετράτεμετριέσαιμετριέστε, μετριόσαστε
μετράει, μετράμετράν(ε), μετρούν(ε)μετριέταιμετριούνται, μετριόνται
Imper
fekt
μετρούσα, μέτραγαμετρούσαμε, μετράγαμεμετριόμουν(α)μετριόμαστε, μετριόμασταν
μετρούσες, μέτραγεςμετρούσατε, μετράγατεμετριόσουν(α)μετριόσαστε, μετριόσασταν
μετρούσε, μέτραγεμετρούσαν(ε), μέτραγαν, μετράγανεμετριόταν(ε)μετριόνταν(ε), μετριούνταν, μετριόντουσαν
Aoristμέτρησαμετρήσαμεμετρήθηκαμετρηθήκαμε
μέτρησεςμετρήσατεμετρήθηκεςμετρηθήκατε
μέτρησεμέτρησαν, μετρήσαν(ε)μετρήθηκεμετρήθηκαν, μετρηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω μετρήσει
έχω μετρημένο
έχουμε μετρήσει
έχουμε μετρημένο
έχω μετρηθεί
είμαι μετρημένος, -η
έχουμε μετρηθεί
είμαστε μετρημένοι, -ες
έχεις μετρήσει
έχεις μετρημένο
έχετε μετρήσει
έχετε μετρημένο
έχεις μετρηθεί
είσαι μετρημένος, -η
έχετε μετρηθεί
είστε μετρημένοι, -ες
έχει μετρήσει
έχει μετρημένο
έχουν μετρήσει
έχουν μετρημένο
έχει μετρηθεί
είναι μετρημένος, -η, -ο
έχουν μετρηθεί
είναι μετρημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα μετρήσει
είχα μετρημένο
είχαμε μετρήσει
είχαμε μετρημένο
είχα μετρηθεί
ήμουν μετρημένος, -η
είχαμε μετρηθεί
ήμαστε μετρημένοι, -ες
είχες μετρήσει
είχες μετρημένο
είχατε μετρήσει
είχατε μετρημένο
είχες μετρηθεί
ήσουν μετρημένος, -η
είχατε μετρηθεί
ήσαστε μετρημένοι, -ες
είχε μετρήσει
είχε μετρημένο
είχαν μετρήσει
είχαν μετρημένο
είχε μετρηθεί
ήταν μετρημένος, -η, -ο
είχαν μετρηθεί
ήταν μετρημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα μετράω, θα μετρώθα μετράμε, θα μετρούμεθα μετριέμαιθα μετριόμαστε
θα μετράςθα μετράτεθα μετριέσαιθα μετριέστε, θα μετριόσαστε
θα μετράει, θα μετράθα μετράν(ε), θα μετρούν(ε)θα μετριέταιθα μετριούνται, θα μετριόνται
Fut
ur
θα μετρήσωθα μετρήσουμε, θα μετρήσομεθα μετρηθώθα μετρηθούμε
θα μετρήσειςθα μετρήσετεθα μετρηθείςθα μετρηθείτε
θα μετρήσειθα μετρήσουν(ε)θα μετρηθείθα μετρηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω μετρήσει
θα έχω μετρημένο
θα έχουμε μετρήσει
θα έχουμε μετρημένο
θα έχω μετρηθεί
θα είμαι μετρημένος, -η
θα έχουμε μετρηθεί
θα είμαστε μετρημένοι, -ες
θα έχεις μετρήσει
θα έχεις μετρημένο
θα έχετε μετρήσει
θα έχετε μετρημένο
θα έχεις μετρηθεί
θα είσαι μετρημένος, -η
θα έχετε μετρηθεί
θα είστε μετρημένοι, -ες
θα έχει μετρήσει
θα έχει μετρημένο
θα έχουν μετρήσει
θα έχουν μετρημένο
θα έχει μετρηθεί
θα είναι μετρημένος, -η, -ο
θα έχουν μετρηθεί
θα είναι μετρημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να μετράω, να μετρώνα μετράμε, να μετρούμενα μετριέμαινα μετριόμαστε
να μετράςνα μετράτενα μετριέσαινα μετριέστε, να μετριόσαστε
να μετράει, να μετράνα μετράν(ε), να μετρούν(ε)να μετριέταινα μετριούνται, να μετριόνται
Aoristνα μετρήσωνα μετρήσουμε, να μετρήσομενα μετρηθώνα μετρηθούμε
να μετρήσειςνα μετρήσετενα μετρηθείςνα μετρηθείτε
να μετρήσεινα μετρήσουν(ε)να μετρηθείνα μετρηθούν(ε)
Perfνα έχω μετρήσει
να έχω μετρημένο
να έχουμε μετρήσει
να έχουμε μετρημένο
να έχω μετρηθεί
να είμαι μετρημένος, -η
να έχουμε μετρηθεί
να είμαστε μετρημένοι, -ες
να έχεις μετρήσει
να έχεις μετρημένο
να έχετε μετρήσει
να έχετε μετρημένο
να έχεις μετρηθεί
να είσαι μετρημένος, -η
να έχετε μετρηθεί
να είστε μετρημένοι, -η
να έχει μετρήσει
να έχει μετρημένο
να έχουν μετρήσει
να έχουν μετρημένο
να έχει μετρηθεί
να είναι μετρημένος, -η, -ο
να έχουν μετρηθεί
να είναι μετρημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presμέτρα, μέτραγεμετράτεμετριέστε
Aoristμέτρησε, μέτραμετρήστεμετρήσουμετρηθείτε
Part
izip
Presμετρώντας
Perfέχοντας μετρήσει, έχοντας μετρημένομετρημένος, -η, -ομετρημένοι, -ες, -α
InfinAoristμετρήσειμετρηθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback