zählen
 Verb

μετρώ Verb
(9)
πληρώνω Verb
(2)
αριθμώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Um zur Verwirklichung der Ziele der Richtlinie 2008/98/EG beizutragen, sollten die Mitgliedstaaten auf wirtschaftliche Instrumente und sonstige Maßnahmen zurückgreifen, um Anreize für die Anwendung der Abfallhierarchie zu schaffen, wie die in Anhang IVa angegebenen Maßnahmen, wozu unter anderem auch Deponieund Verbrennungsgebühren, verursacherbezogene Gebührensysteme („Pay-as-you-throw“), Regime der erweiterten Herstellerverantwortung, die Ermöglichung von Lebensmittelspenden und Anreize für örtliche Behörden oder andere geeignete Instrumente und Maßnahmen zählen.Προκειμένου να συμβάλουν στην επίτευξη των στόχων που καθορίζονται στην οδηγία 2008/98/ΕΚ, τα κράτη μέλη θα πρέπει να κάνουν χρήση οικονομικών και άλλων μέσων για την παροχή κινήτρων για την εφαρμογή της ιεράρχησης των αποβλήτων, όπως εκείνα που αναφέρονται στο παράρτημα IVα, τα οποία περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τέλη υγειονομικής ταφής και αποτέφρωσης, προγράμματα «πληρώνω όσο πετάω», προγράμματα διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού, διευκόλυνση της δωρεάς τροφίμων, και κίνητρα για τις τοπικές αρχές, ή άλλα κατάλληλα μέσα και μέτρα.

Übersetzung bestätigt

In der Währungsunion leben, heißt auch, auf einen gut funktionierenden grenzübergreifenden Zahlungsverkehr zählen das ist das Motto für die verbleibenden 432 Tage!Ζω στη νομισματική ένωση σημαίνει πληρώνω στο πλαίσιο λειτουργικών διασυνοριακών πληρωμών. Αυτό πρέπει να είναι και το σύνθημά μας για τις υπόλοιπες 432 ημέρες!

Übersetzung bestätigt

Deutsche Synonyme
abzählen
zählen
Ähnliche Wörter
zählen auf

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
μετράω, μετρώμετράμε, μετρούμεμετριέμαιμετριόμαστε
μετράςμετράτεμετριέσαιμετριέστε, μετριόσαστε
μετράει, μετράμετράν(ε), μετρούν(ε)μετριέταιμετριούνται, μετριόνται
Imper
fekt
μετρούσα, μέτραγαμετρούσαμε, μετράγαμεμετριόμουν(α)μετριόμαστε, μετριόμασταν
μετρούσες, μέτραγεςμετρούσατε, μετράγατεμετριόσουν(α)μετριόσαστε, μετριόσασταν
μετρούσε, μέτραγεμετρούσαν(ε), μέτραγαν, μετράγανεμετριόταν(ε)μετριόνταν(ε), μετριούνταν, μετριόντουσαν
Aoristμέτρησαμετρήσαμεμετρήθηκαμετρηθήκαμε
μέτρησεςμετρήσατεμετρήθηκεςμετρηθήκατε
μέτρησεμέτρησαν, μετρήσαν(ε)μετρήθηκεμετρήθηκαν, μετρηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω μετρήσει
έχω μετρημένο
έχουμε μετρήσει
έχουμε μετρημένο
έχω μετρηθεί
είμαι μετρημένος, -η
έχουμε μετρηθεί
είμαστε μετρημένοι, -ες
έχεις μετρήσει
έχεις μετρημένο
έχετε μετρήσει
έχετε μετρημένο
έχεις μετρηθεί
είσαι μετρημένος, -η
έχετε μετρηθεί
είστε μετρημένοι, -ες
έχει μετρήσει
έχει μετρημένο
έχουν μετρήσει
έχουν μετρημένο
έχει μετρηθεί
είναι μετρημένος, -η, -ο
έχουν μετρηθεί
είναι μετρημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα μετρήσει
είχα μετρημένο
είχαμε μετρήσει
είχαμε μετρημένο
είχα μετρηθεί
ήμουν μετρημένος, -η
είχαμε μετρηθεί
ήμαστε μετρημένοι, -ες
είχες μετρήσει
είχες μετρημένο
είχατε μετρήσει
είχατε μετρημένο
είχες μετρηθεί
ήσουν μετρημένος, -η
είχατε μετρηθεί
ήσαστε μετρημένοι, -ες
είχε μετρήσει
είχε μετρημένο
είχαν μετρήσει
είχαν μετρημένο
είχε μετρηθεί
ήταν μετρημένος, -η, -ο
είχαν μετρηθεί
ήταν μετρημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα μετράω, θα μετρώθα μετράμε, θα μετρούμεθα μετριέμαιθα μετριόμαστε
θα μετράςθα μετράτεθα μετριέσαιθα μετριέστε, θα μετριόσαστε
θα μετράει, θα μετράθα μετράν(ε), θα μετρούν(ε)θα μετριέταιθα μετριούνται, θα μετριόνται
Fut
ur
θα μετρήσωθα μετρήσουμε, θα μετρήσομεθα μετρηθώθα μετρηθούμε
θα μετρήσειςθα μετρήσετεθα μετρηθείςθα μετρηθείτε
θα μετρήσειθα μετρήσουν(ε)θα μετρηθείθα μετρηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω μετρήσει
θα έχω μετρημένο
θα έχουμε μετρήσει
θα έχουμε μετρημένο
θα έχω μετρηθεί
θα είμαι μετρημένος, -η
θα έχουμε μετρηθεί
θα είμαστε μετρημένοι, -ες
θα έχεις μετρήσει
θα έχεις μετρημένο
θα έχετε μετρήσει
θα έχετε μετρημένο
θα έχεις μετρηθεί
θα είσαι μετρημένος, -η
θα έχετε μετρηθεί
θα είστε μετρημένοι, -ες
θα έχει μετρήσει
θα έχει μετρημένο
θα έχουν μετρήσει
θα έχουν μετρημένο
θα έχει μετρηθεί
θα είναι μετρημένος, -η, -ο
θα έχουν μετρηθεί
θα είναι μετρημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να μετράω, να μετρώνα μετράμε, να μετρούμενα μετριέμαινα μετριόμαστε
να μετράςνα μετράτενα μετριέσαινα μετριέστε, να μετριόσαστε
να μετράει, να μετράνα μετράν(ε), να μετρούν(ε)να μετριέταινα μετριούνται, να μετριόνται
Aoristνα μετρήσωνα μετρήσουμε, να μετρήσομενα μετρηθώνα μετρηθούμε
να μετρήσειςνα μετρήσετενα μετρηθείςνα μετρηθείτε
να μετρήσεινα μετρήσουν(ε)να μετρηθείνα μετρηθούν(ε)
Perfνα έχω μετρήσει
να έχω μετρημένο
να έχουμε μετρήσει
να έχουμε μετρημένο
να έχω μετρηθεί
να είμαι μετρημένος, -η
να έχουμε μετρηθεί
να είμαστε μετρημένοι, -ες
να έχεις μετρήσει
να έχεις μετρημένο
να έχετε μετρήσει
να έχετε μετρημένο
να έχεις μετρηθεί
να είσαι μετρημένος, -η
να έχετε μετρηθεί
να είστε μετρημένοι, -η
να έχει μετρήσει
να έχει μετρημένο
να έχουν μετρήσει
να έχουν μετρημένο
να έχει μετρηθεί
να είναι μετρημένος, -η, -ο
να έχουν μετρηθεί
να είναι μετρημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presμέτρα, μέτραγεμετράτεμετριέστε
Aoristμέτρησε, μέτραμετρήστεμετρήσουμετρηθείτε
Part
izip
Presμετρώντας
Perfέχοντας μετρήσει, έχοντας μετρημένομετρημένος, -η, -ομετρημένοι, -ες, -α
InfinAoristμετρήσειμετρηθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
πληρώνωπληρώνουμε, πληρώνομεπληρώνομαιπληρωνόμαστε
πληρώνειςπληρώνετεπληρώνεσαιπληρώνεστε, πληρωνόσαστε
πληρώνειπληρώνουν(ε)πληρώνεταιπληρώνονται
Imper
fekt
πλήρωναπληρώναμεπληρωνόμουν(α)πληρωνόμαστε, πληρωνόμασταν
πλήρωνεςπληρώνατεπληρωνόσουν(α)πληρωνόσαστε, πληρωνόσασταν
πλήρωνεπλήρωναν, πληρώναν(ε)πληρωνόταν(ε)πληρώνονταν, πληρωνόντανε, πληρωνόντουσαν
Aoristπλήρωσαπληρώσαμεπληρώθηκαπληρωθήκαμε
πλήρωσεςπληρώσατεπληρώθηκεςπληρωθήκατε
πλήρωσεπλήρωσαν, πληρώσαν(ε)πληρώθηκεπληρώθηκαν, πληρωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω πληρώσει
έχω πληρωμένο
έχουμε πληρώσει
έχουμε πληρωμένο
έχω πληρωθεί
είμαι πληρωμένος, -η
έχουμε πληρωθεί
είμαστε πληρωμένοι, -ες
έχεις πληρώσει
έχεις πληρωμένο
έχετε πληρώσει
έχετε πληρωμένο
έχεις πληρωθεί
είσαι πληρωμένος, -η
έχετε πληρωθεί
είστε πληρωμένοι, -ες
έχει πληρώσει
έχει πληρωμένο
έχουν πληρώσει
έχουν πληρωμένο
έχει πληρωθεί
είναι πληρωμένος, -η, -ο
έχουν πληρωθεί
είναι πληρωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα πληρώσει
είχα πληρωμένο
είχαμε πληρώσει
είχαμε πληρωμένο
είχα πληρωθεί
ήμουν πληρωμένος, -η
είχαμε πληρωθεί
ήμαστε πληρωμένοι, -ες
είχες πληρώσει
είχες πληρωμένο
είχατε πληρώσει
είχατε πληρωμένο
είχες πληρωθεί
ήσουν πληρωμένος, -η
είχατε πληρωθεί
ήσαστε πληρωμένοι, -ες
είχε πληρώσει
είχε πληρωμένο
είχαν πληρώσει
είχαν πληρωμένο
είχε πληρωθεί
ήταν πληρωμένος, -η, -ο
είχαν πληρωθεί
ήταν πληρωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα πληρώνωθα πληρώνουμε, θα πληρώνομεθα πληρώνομαιθα πληρωνόμαστε
θα πληρώνειςθα πληρώνετεθα πληρώνεσαιθα πληρώνεστε, θα πληρωνόσαστε
θα πληρώνειθα πληρώνουν(ε)θα πληρώνεταιθα πληρώνονται
Fut
ur
θα πληρώσωθα πληρώσουμε, θα πληρώσομεθα πληρωθώθα πληρωθούμε
θα πληρώσειςθα πληρώσετεθα πληρωθείςθα πληρωθείτε
θα πληρώσειθα πληρώσουνθα πληρωθείθα πληρωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πληρώσει
θα έχω πληρωμένο
θα έχουμε πληρώσει
θα έχουμε πληρωμένο
θα έχω πληρωθεί
θα είμαι πληρωμένος, -η
θα έχουμε πληρωθεί
θα είμαστε πληρωμένοι, -ες
θα έχεις πληρώσει
θα έχεις πληρωμένο
θα έχετε πληρώσει
θα έχετε πληρωμένο
θα έχεις πληρωθεί
θα είσαι πληρωμένος, -η
θα έχετε πληρωθεί
θα είστε πληρωμένοι, -ες
θα έχει πληρώσει
θα έχει πληρωμένο
θα έχουν πληρώσει
θα έχουν πληρωμένο
θα έχει πληρωθεί
θα είναι πληρωμένος, -η, -ο
θα έχουν πληρωθεί
θα είναι πληρωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να πληρώνωνα πληρώνουμε, να πληρώνομενα πληρώνομαινα πληρωνόμαστε
να πληρώνειςνα πληρώνετενα πληρώνεσαινα πληρώνεστε, να πληρωνόσαστε
να πληρώνεινα πληρώνουν(ε)να πληρώνεταινα πληρώνονται
Aoristνα πληρώσωνα πληρώσουμε, να πληρώσομενα πληρωθώνα πληρωθούμε
να πληρώσειςνα πληρώσετενα πληρωθείςνα πληρωθείτε
να πληρώσεινα πληρώσουν(ε)να πληρωθείνα πληρωθούν(ε)
Perfνα έχω πληρώσει
να έχω πληρωμένο
να έχουμε πληρώσει
να έχουμε πληρωμένο
να έχω πληρωθεί
να είμαι πληρωμένος, -η
να έχουμε πληρωθεί
να είμαστε πληρωμένοι, -ες
να έχεις πληρώσει
να έχεις πληρωμένο
να έχετε πληρώσει
να έχετε πληρωμένο
να έχεις πληρωθεί
να είσαι πληρωμένος, -η
να έχετε πληρωθεί
να είστε πληρωμένοι, -ες
να έχει πληρώσει
να έχει πληρωμένο
να έχουν πληρώσει
να έχουν πληρωμένο
να έχει πληρωθεί
να είναι πληρωμένος, -η, -ο
να έχουν πληρωθεί
να είναι πληρωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπλήρωνεπληρώνετεπληρώνεστε
Aoristπλήρωσεπληρώσετε, πληρώστεπληρώσουπληρωθείτε
Part
izip
Presπληρώνοντας
Perfέχοντας πληρώσει, έχοντας πληρωμένοπληρωμένος, -η, -οπληρωμένοι, -ες, -α
InfinAoristπληρώσειπληρωθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback