erläutern
 Verb

εξηγώ Verb
(2)
διευκρινίζω Verb
(1)
ερμηνεύω Verb
(0)
επεξηγώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich selbst bzw. meine Mitarbeiter haben ihnen täglich eine gewisse Zeit gewidmet, um ihnen (ebenso wie der Parlamentsdelegation und natürlich auch dem Ministerrat) zu erläutern, was der Ausgangspunkt war, was erreicht wurde und wie es weitergehen sollte, sodass sie die Beratungen verfolgen und Einfluss nehmen konnten, denn wie Sie wissen, wenn man mit einer solchen Delegation zusammentrifft, die einem ein oder zwei wichtige Punkte erläutert, dann zählt das in dieser Situation.Αφιέρωσα αρκετό χρόνο εγώ ο ίδιος ή μέσω των συνεργατών μου -για να τους εξηγώ κάθε μέρα (όπως έκανα για την αντιπροσωπεία του Κοινοβουλίου και, φυσικά, για το Συμβούλιο Υπουργών) από πού ξεκινήσαμε, πού βρισκόμασταν και πού στοχεύαμε, με αποτέλεσμα να μπορέσουν να παρακολουθήσουν τις εργασίες και να τις επηρεάσουν: όπως ξέρετε, όταν συναντά κανείς μια αντιπροσωπεία αυτού του τύπου που μπορεί να προσφέρει σημαντική συνεισφορά σε ένα-δυο σημαντικά σημεία, αυτό έχει μεγάλη σημασία, κάτω από τέτοιες συνθήκες.

Übersetzung bestätigt

Lassen Sie mich das näher erläutern. Auf der einen Seite versäumt der Rat keine Gelegenheit, den freien Markt, den Schutz der Verbraucher sowie die Verteidigung der Arbeitsplätze zu rühmen; auf der anderen Seite macht er, wo es um den rechtlichen Schutz von Mustern und Modellen geht, von recht fragwürdigen juristischen Kunstgriffen Gebrauch, durch die faktisch die Vorherrschaft großer Ersatzteilhersteller zu Lasten der kleinen Hersteller, des freien Marktes, der Verbraucher und der Arbeitnehmer gefördert werden soll.Και εξηγώ: από την μια πλευρά το Συμβολυίο δεν χάνει την ευκαιρία να πλέξει το εγκώμιο της ελεύθερης αγοράς, της προστασίας των καταναλωτών και της προστασίας των θέσεων εργασίας και από την άλλη πλευρά, στο ζήτημα της νομικής προστασίας των σχεδίων και υποδειγμάτων, υιοθετεί νομικές επινοήσεις ασμφισβητήσιμες οι οποίες έχουν την τάση να ευνοούν την κυριαρχία των μεγάλων εταιρών κατασκευής ανταλλακτικών, εις βάρος των μικρότερων παραγωγών, της ελεύθερης αγοράς, των καταναλωτών και των εργαζομένων.

Übersetzung bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
εξηγώεξηγούμεεξηγούμαιεξηγούμαστε
εξηγείςεξηγείτεεξηγείσαιεξηγείστε
εξηγείεξηγούν(ε)εξηγείταιεξηγούνται
Imper
fekt
εξηγούσαεξηγούσαμεεξηγούμουνεξηγούμαστε
εξηγούσεςεξηγούσατε
εξηγούσεεξηγούσαν(ε)εξηγούνταν, εξηγείτοεξηγούνταν, εξηγούντο
Aoristεξήγησαεξηγήσαμεεξηγήθηκαεξηγηθήκαμε
εξήγησεςεξηγήσατεεξηγήθηκεςεξηγηθήκατε
εξήγησεεξήγησαν, εξηγήσαν(ε)εξηγήθηκεεξηγήθηκαν, εξηγηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω εξηγήσει
έχω εξηγημένο
έχουμε εξηγήσει
έχουμε εξηγημένο
έχω εξηγηθεί
είμαι εξηγημένος, -η
έχουμε εξηγηθεί
είμαστε εξηγημένοι, -ες
έχεις εξηγήσει
έχεις εξηγημένο
έχετε εξηγήσει
έχετε εξηγημένο
έχεις εξηγηθεί
είσαι εξηγημένος, -η
έχετε εξηγηθεί
είστε εξηγημένοι, -ες
έχει εξηγήσει
έχει εξηγημένο
έχουν εξηγήσει
έχουν εξηγημένο
έχει εξηγηθεί
είναι εξηγημένος, -η, -ο
έχουν εξηγηθεί
είναι εξηγημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα εξηγήσει
είχα εξηγημένο
είχαμε εξηγήσει
είχαμε εξηγημένο
είχα εξηγηθεί
ήμουν εξηγημένος, -η
είχαμε εξηγηθεί
ήμαστε εξηγημένοι, -ες
είχες εξηγήσει
είχες εξηγημένο
είχατε εξηγήσει
είχατε εξηγημένο
είχες εξηγηθεί
ήσουν εξηγημένος, -η
είχατε εξηγηθεί
ήσαστε εξηγημένοι, -ες
είχε εξηγήσει
είχε εξηγημένο
είχαν εξηγήσει
είχαν εξηγημένο
είχε εξηγηθεί
ήταν εξηγημένος, -η, -ο
είχαν εξηγηθεί
ήταν εξηγημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα εξηγώθα εξηγούμεθα εξηγούμαιθα εξηγούμαστε
θα εξηγείςθα εξηγείτεθα εξηγείσαιθα εξηγείστε
θα εξηγείθα εξηγούν(ε)θα εξηγείταιθα εξηγούνται
Fut
ur
θα εξηγήσωθα εξηγήσουμεθα εξηγηθώθα εξηγηθούμε
θα εξηγήσειςθα εξηγήσετεθα εξηγηθείςθα εξηγηθείτε
θα εξηγήσειθα εξηγήσουν(ε)θα εξηγηθείθα εξηγηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω εξηγήσει
θα έχω εξηγημένο
θα έχουμε εξηγήσει
θα έχουμε εξηγημένο
θα έχω εξηγηθεί
θα είμαι εξηγημένος, -η
θα έχουμε εξηγηθεί
θα είμαστε εξηγημένοι, -ες
θα έχεις εξηγήσει
θα έχεις εξηγημένο
θα έχετε εξηγήσει
θα έχετε εξηγημένο
θα έχεις εξηγηθεί
θα είσαι εξηγημένος, -η
θα έχετε εξηγηθεί
θα είστε εξηγημένοι, -η
θα έχει εξηγήσει
θα έχει εξηγημένο
θα έχουν εξηγήσει
θα έχουν εξηγημένο
θα έχει εξηγηθεί
θα είναι εξηγημένος, -η, -ο
θα έχουν εξηγηθεί
θα είναι εξηγημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να εξηγώνα εξηγούμενα εξηγούμαινα εξηγούμαστε
να εξηγείςνα εξηγείτενα εξηγείσαινα εξηγείστε
να εξηγείνα εξηγούν(ε)να εξηγείταινα εξηγούνται
Aoristνα εξηγήσωνα εξηγήσουμε, να εξηγήσομενα εξηγηθώνα εξηγηθούμε
να εξηγήσειςνα εξηγήσετενα εξηγηθείςνα εξηγηθείτε
να εξηγήσεινα εξηγήσουν(ε)να εξηγηθείνα εξηγηθούν(ε)
Perfνα έχω εξηγήσει
να έχω εξηγημένο
να έχουμε εξηγήσει
να έχουμε εξηγημένο
να έχω εξηγηθεί
να είμαι εξηγημένος, -η
να έχουμε εξηγηθεί
να είμαστε εξηγημένοι, -ες
να έχεις εξηγήσει
να έχεις εξηγημένο
να έχετε εξηγήσει
να έχετε εξηγημένο
να έχεις εξηγηθεί
να είσαι εξηγημένος, -η
να έχετε εξηγηθεί
να είστε εξηγημένοι, -ες
να έχει εξηγήσει
να έχει εξηγημένο
να έχουν εξηγήσει
να έχουν εξηγημένο
να έχει εξηγηθεί
να είναι εξηγημένος, -η, -ο
να έχουν εξηγηθεί
να είναι εξηγημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presεξηγείτεεξηγείστε
Aoristεξήγησεεξηγήστε, εξηγήσετεεξηγήσουεξηγηθείτε
Part
izip
Presεξηγώντας
Perfέχοντας εξηγήσει, έχοντας εξηγημένοεξηγημένος, -η, -οεξηγημένοι, -ες, -α
InfinAoristεξηγήσειεξηγηθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ερμηνεύωερμηνεύουμε, ερμηνεύομεερμηνεύομαιερμηνευόμαστε
ερμηνεύειςερμηνεύετεερμηνεύεσαιερμηνεύεστε, ερμηνευόσαστε
ερμηνεύειερμηνεύουν(ε)ερμηνεύεταιερμηνεύονται
Imper
fekt
ερμήνευαερμηνεύαμεερμηνευόμουν(α)ερμηνευόμαστε
ερμήνευεςερμηνεύατεερμηνευόσουν(α)ερμηνευόσαστε
ερμήνευεερμήνευαν, ερμηνεύαν(ε)ερμηνευόταν(ε)ερμηνεύονταν
Aoristερμήνευσαερμηνεύσαμεερμηνεύτηκα, ερμηνεύθηκαερμηνευτήκαμε, ερμηνευθήκαμε
ερμήνευσεςερμηνεύσατεερμηνεύτηκες, ερμηνεύθηκεςερμηνευτήκατε, ερμηνευθήκατε
ερμήνευσεερμήνευσαν, ερμηνεύσαν(ε)ερμηνεύτηκε, ερμηνεύθηκεερμηνεύτηκαν, ερμηνευθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ερμηνεύσει
έχω ερμηνευμένο
έχουμε ερμηνεύσει
έχουμε ερμηνευμένο
έχω ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
είμαι ερμηνευμένος, -η
έχουμε ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
είμαστε ερμηνευμένοι, -ες
έχεις ερμηνεύσει
έχεις ερμηνευμένο
έχετε ερμηνεύσει
έχετε ερμηνευμένο
έχεις ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
είσαι ερμηνευμένος, -η
έχετε ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
είστε ερμηνευμένοι, -ες
έχει ερμηνεύσει
έχει ερμηνευμένο
έχουν ερμηνεύσει
έχουν ερμηνευμένο
έχει ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
είναι ερμηνευμένος, -η, -ο
έχουν ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
είναι ερμηνευμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ερμηνεύσει
είχα ερμηνευμένο
είχαμε ερμηνεύσει
είχαμε ερμηνευμένο
είχα ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
ήμουν ερμηνευμένος, -η
είχαμε ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
ήμαστε ερμηνευμένοι, -ες
είχες ερμηνεύσει
είχες ερμηνευμένο
είχατε ερμηνεύσει
είχατε ερμηνευμένο
είχες ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
ήσουν ερμηνευμένος, -η
είχατε ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
ήσαστε ερμηνευμένοι, -ες
είχε ερμηνεύσει
είχε ερμηνευμένο
είχαν ερμηνεύσει
είχαν ερμηνευμένο
είχε ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
ήταν ερμηνευμένος, -η, -ο
είχαν ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
ήταν ερμηνευμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ερμηνεύωθα ερμηνεύουμε, θα ερμηνεύομεθα ερμηνεύομαιθα ερμηνευόμαστε
θα ερμηνεύειςθα ερμηνεύετεθα ερμηνεύεσαιθα ερμηνεύεστε, θα ερμηνευόσαστε
θα ερμηνεύειθα ερμηνεύουν(ε)θα ερμηνεύεταιθα ερμηνεύονται
Fut
ur
θα ερμηνεύσωθα ερμηνεύσουμε, θα ερμηνεύσομεθα ερμηνευτώ, θα ερμηνευθώθα ερμηνευτούμε, θα ερμηνευθούμε
θα ερμηνεύσειςθα ερμηνεύσετεθα ερμηνευτείς, θα ερμηνευθείςθα ερμηνευτείτε, θα ερμηνευθείτε
θα ερμηνεύσειθα ερμηνεύσουν(ε)θα ερμηνευτεί, θα ερμηνευθείθα ερμηνευτούν(ε), θα ερμηνευθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ερμηνεύσει
θα έχω ερμηνευμένο
θα έχουμε ερμηνεύσει
θα έχουμε ερμηνευμένο
θα έχω ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
θα είμαι ερμηνευμένος, -η
θα έχουμε ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
θα είμαστε ερμηνευμένοι, -ες
θα έχεις ερμηνεύσει
θα έχεις ερμηνευμένο
θα έχετε ερμηνεύσει
θα έχετε ερμηνευμένο
θα έχεις ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
θα είσαι ερμηνευμένος, -η
θα έχετε ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
θα είστε ερμηνευμένοι, -ες
θα έχει ερμηνεύσει
θα έχει ερμηνευμένο
θα έχουν ερμηνεύσει
θα έχουν ερμηνευμένο
θα έχει ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
θα είναι ερμηνευμένος, -η, -ο
θα έχουν ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
θα είναι ερμηνευμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ερμηνεύωνα ερμηνεύουμε, να ερμηνεύομενα ερμηνεύομαινα ερμηνευόμαστε
να ερμηνεύειςνα ερμηνεύετενα ερμηνεύεσαινα ερμηνεύεστε, να ερμηνευόσαστε
να ερμηνεύεινα ερμηνεύουν(ε)να ερμηνεύεταινα ερμηνεύονται
Aoristνα ερμηνεύσωνα ερμηνεύσουμε, να ερμηνεύσομενα ερμηνευτώ, να ερμηνευθώνα ερμηνευτούμε, να ερμηνευθούμε
να ερμηνεύσειςνα ερμηνεύσετενα ερμηνευτείς, να ερμηνευθείςνα ερμηνευτείτε, να ερμηνευθείτε
να ερμηνεύσεινα ερμηνεύσουν(ε)να ερμηνευτεί, να ερμηνευθείνα ερμηνευτούν(ε), να ερμηνευθούν(ε)
Perfνα έχω ερμηνεύσει
να έχω ερμηνευμένο
να έχουμε ερμηνεύσει
να έχουμε ερμηνευμένο
να έχω ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
να είμαι ερμηνευμένος, -η
να έχουμε ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
να είμαστε ερμηνευμένοι, -ες
να έχεις ερμηνεύσει
να έχεις ερμηνευμένο
να έχετε ερμηνεύσει
να έχετε ερμηνευμένο
να έχεις ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
να είσαι ερμηνευμένος, -η
να έχετε ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
να είστε ερμηνευμένοι, -ες
να έχει ερμηνεύσει
να έχει ερμηνευμένο
να έχουν ερμηνεύσει
να έχουν ερμηνευμένο
να έχει ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
να είναι ερμηνευμένος, -η, -ο
να έχουν ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
να είναι ερμηνευμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presερμήνευεερμηνεύετεερμηνεύεστε
Aoristερμήνευσεερμηνεύστε, ερμηνεύσετεερμηνεύσουερμηνευτείτε, ερμηνευθείτε
Part
izip
Presερμηνεύονταςερμηνευόμενος
Perfέχοντας ερμηνεύσει, έχοντας ερμηνευμένοερμηνευμένος, -η, -οερμηνευμένοι, -ες, -α
InfinAoristερμηνεύσειερμηνευτεί, ερμηνευθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback