beeinträchtigen
 Verb

ενοχλώ Verb
(0)
εμποδίζω Verb
(0)
μειώνω Verb
(0)
ελαττώνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Aber das könnte die Wasserversorgung beeinträchtigen.Καλά που ρωτάτε.

Übersetzung nicht bestätigt

Der Punkt ist, du traust mir nicht zu meine eigenen Entscheidungen zu treffen ... ..weil sie vielleicht dein eigenen egoistischen Pläne beeinträchtigen.Tο θέμα είναι ότι δεν εμπιστεύεσαι τις δικές μου αποφάσεις... διότι μπορεί να παρέμβουν στα εγωιστικά σου σχέδια.

Übersetzung nicht bestätigt

Sie beeinträchtigen den Blutdruck.Κάνουν κακό στις αρτηρίες.

Übersetzung nicht bestätigt

Der Krieg darf den Komfort nicht beeinträchtigen.Δεν πρεπει να επηρεαζει ο πολεμος την ανεση μας.

Übersetzung nicht bestätigt

Sheriff, ich habe eine bundesrichterliche Verfügung... die es diesen Männern untersagt, diesen Viehtrieb auf jegliche Weise... zu beeinträchtigen.Σερίφη, τυγχάνει να έχω ομοσπονδιακή δικαστική απόφαση... που τους επιβάλλει να μην ανακατευτούν στο μάζεμα ζώων, ...με κανέναν τρόπο.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ενοχλώενοχλούμεενοχλούμαιενοχλούμαστε
ενοχλείςενοχλείτεενοχλείσαιενοχλείστε
ενοχλείενοχλούν(ε)ενοχλείταιενοχλούνται
Imper
fekt
ενοχλούσαενοχλούσαμεενοχλούμουνενοχλούμαστε
ενοχλούσεςενοχλούσατε
ενοχλούσεενοχλούσαν(ε)ενοχλούνταν, ενοχλείτοενοχλούνταν, ενοχλούντο
Aoristενόχλησαενοχλήσαμεενοχλήθηκαενοχληθήκαμε
ενόχλησεςενοχλήσατεενοχλήθηκεςενοχληθήκατε
ενόχλησεενόχλησαν, ενοχλήσαν(ε)ενοχλήθηκεενοχλήθηκαν, ενοχληθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω ενοχλήσει
έχω ενοχλημένο
έχουμε ενοχλήσει
έχουμε ενοχλημένο
έχω ενοχληθεί
είμαι ενοχλημένος, -η
έχουμε ενοχληθεί
είμαστε ενοχλημένοι, -ες
έχεις ενοχλήσει
έχεις ενοχλημένο
έχετε ενοχλήσει
έχετε ενοχλημένο
έχεις ενοχληθεί
είσαι ενοχλημένος, -η
έχετε ενοχληθεί
είστε ενοχλημένοι, -ες
έχει ενοχλήσει
έχει ενοχλημένο
έχουν ενοχλήσει
έχουν ενοχλημένο
έχει ενοχληθεί
είναι ενοχλημένος, -η, -ο
έχουν ενοχληθεί
είναι ενοχλημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα ενοχλήσει
είχα ενοχλημένο
είχαμε ενοχλήσει
είχαμε ενοχλημένο
είχα ενοχληθεί
ήμουν ενοχλημένος, -η
είχαμε ενοχληθεί
ήμαστε ενοχλημένοι, -ες
είχες ενοχλήσει
είχες ενοχλημένο
είχατε ενοχλήσει
είχατε ενοχλημένο
είχες ενοχληθεί
ήσουν ενοχλημένος, -η
είχατε ενοχληθεί
ήσαστε ενοχλημένοι, -ες
είχε ενοχλήσει
είχε ενοχλημένο
είχαν ενοχλήσει
είχαν ενοχλημένο
είχε ενοχληθεί
ήταν ενοχλημένος, -η, -ο
είχαν ενοχληθεί
ήταν ενοχλημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ενοχλώθα ενοχλούμεθα ενοχλούμαιθα ενοχλούμαστε
θα ενοχλείςθα ενοχλείτεθα ενοχλείσαιθα ενοχλείστε
θα ενοχλείθα ενοχλούν(ε)θα ενοχλείταιθα ενοχλούνται
Fut
ur
θα ενοχλήσωθα ενοχλήσουμεθα ενοχληθώθα ενοχληθούμε
θα ενοχλήσειςθα ενοχλήσετεθα ενοχληθείςθα ενοχληθείτε
θα ενοχλήσειθα ενοχλήσουν(ε)θα ενοχληθείθα ενοχληθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ενοχλήσει
θα έχω ενοχλημένο
θα έχουμε ενοχλήσει
θα έχουμε ενοχλημένο
θα έχω ενοχληθεί
θα είμαι ενοχλημένος, -η
θα έχουμε ενοχληθεί
θα είμαστε ενοχλημένοι, -ες
θα έχεις ενοχλήσει
θα έχεις ενοχλημένο
θα έχετε ενοχλήσει
θα έχετε ενοχλημένο
θα έχεις ενοχληθεί
θα είσαι ενοχλημένος, -η
θα έχετε ενοχληθεί
θα είστε ενοχλημένοι, -η
θα έχει ενοχλήσει
θα έχει ενοχλημένο
θα έχουν ενοχλήσει
θα έχουν ενοχλημένο
θα έχει ενοχληθεί
θα είναι ενοχλημένος, -η, -ο
θα έχουν ενοχληθεί
θα είναι ενοχλημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ενοχλώνα ενοχλούμενα ενοχλούμαινα ενοχλούμαστε
να ενοχλείςνα ενοχλείτενα ενοχλείσαινα ενοχλείστε
να ενοχλείνα ενοχλούν(ε)να ενοχλείταινα ενοχλούνται
Aoristνα ενοχλήσωνα ενοχλήσουμε, να ενοχλήσομενα ενοχληθώνα ενοχληθούμε
να ενοχλήσειςνα ενοχλήσετενα ενοχληθείςνα ενοχληθείτε
να ενοχλήσεινα ενοχλήσουν(ε)να ενοχληθείνα ενοχληθούν(ε)
Perfνα έχω ενοχλήσει
να έχω ενοχλημένο
να έχουμε ενοχλήσει
να έχουμε ενοχλημένο
να έχω ενοχληθεί
να είμαι ενοχλημένος, -η
να έχουμε ενοχληθεί
να είμαστε ενοχλημένοι, -ες
να έχεις ενοχλήσει
να έχεις ενοχλημένο
να έχετε ενοχλήσει
να έχετε ενοχλημένο
να έχεις ενοχληθεί
να είσαι ενοχλημένος, -η
να έχετε ενοχληθεί
να είστε ενοχλημένοι, -ες
να έχει ενοχλήσει
να έχει ενοχλημένο
να έχουν ενοχλήσει
να έχουν ενοχλημένο
να έχει ενοχληθεί
να είναι ενοχλημένος, -η, -ο
να έχουν ενοχληθεί
να είναι ενοχλημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presενοχλείτεενοχλείστε
Aoristενόχλησεενοχλήστε, ενοχλήσετεενοχλήσουενοχληθείτε
Part
izip
Presενοχλώντας
Perfέχοντας ενοχλήσει, έχοντας ενοχλημένοενοχλημένος, -η, -οενοχλημένοι, -ες, -α
InfinAoristενοχλήσειενοχληθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
εμποδίζωεμποδίζουμε, εμποδίζομεεμποδίζομαιεμποδιζόμαστε
εμποδίζειςεμποδίζετεεμποδίζεσαιεμποδίζεστε, εμποδιζόσαστε
εμποδίζειεμποδίζουν(ε)εμποδίζεταιεμποδίζονται
Imper
fekt
εμπόδιζαεμποδίζαμεεμποδιζόμουν(α)εμποδιζόμαστε, εμποδιζόμασταν
εμπόδιζεςεμποδίζατεεμποδιζόσουν(α)εμποδιζόσαστε, εμποδιζόσασταν
εμπόδιζεεμπόδιζαν, εμποδίζαν(ε)εμποδιζόταν(ε)εμποδίζονταν, εμποδιζόντανε, εμποδιζόντουσαν
Aoristεμπόδισαεμποδίσαμεεμποδίστηκαεμποδιστήκαμε
εμπόδισεςεμποδίσατεεμποδίστηκεςεμποδιστήκατε
εμπόδισεεμπόδισαν, εμποδίσαν(ε)εμποδίστηκεεμποδίστηκαν, εμποδιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω εμποδίσει
έχω εμποδισμένο
έχουμε εμποδίσει
έχουμε εμποδισμένο
έχω εμποδιστεί
είμαι εμποδισμένος, -η
έχουμε εμποδιστεί
είμαστε εμποδισμένοι, -ες
έχεις εμποδίσει
έχεις εμποδισμένο
έχετε εμποδίσει
έχετε εμποδισμένο
έχεις εμποδιστεί
είσαι εμποδισμένος, -η
έχετε εμποδιστεί
είστε εμποδισμένοι, -ες
έχει εμποδίσει
έχει εμποδισμένο
έχουν εμποδίσει
έχουν εμποδισμένο
έχει εμποδιστεί
είναι εμποδισμένος, -η, -ο
έχουν εμποδιστεί
είναι εμποδισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα εμποδίσει
είχα εμποδισμένο
είχαμε εμποδίσει
είχαμε εμποδισμένο
είχα εμποδιστεί
ήμουν εμποδισμένος, -η
είχαμε εμποδιστεί
ήμαστε εμποδισμένοι, -ες
είχες εμποδίσει
είχες εμποδισμένο
είχατε εμποδίσει
είχατε εμποδισμένο
είχες εμποδιστεί
ήσουν εμποδισμένος, -η
είχατε εμποδιστεί
ήσαστε εμποδισμένοι, -ες
είχε εμποδίσει
είχε εμποδισμένο
είχαν εμποδίσει
είχαν εμποδισμένο
είχε εμποδιστεί
ήταν εμποδισμένος, -η, -ο
είχαν εμποδιστεί
ήταν εμποδισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα εμποδίζωθα εμποδίζουμε, θα εμποδίζομεθα εμποδίζομαιθα εμποδιζόμαστε
θα εμποδίζειςθα εμποδίζετεθα εμποδίζεσαιθα εμποδίζεστε, θα εμποδιζόσαστε
θα εμποδίζειθα εμποδίζουν(ε)θα εμποδίζεταιθα εμποδίζονται
Fut
ur
θα εμποδίσωθα εμποδίσουμε, θα εμποδίζομεθα εμποδιστώθα εμποδιστούμε
θα εμποδίσειςθα εμποδίσετεθα εμποδιστείςθα εμποδιστείτε
θα εμποδίσειθα εμποδίσουν(ε)θα εμποδιστείθα εμποδιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω εμποδίσει
θα έχω εμποδισμένο
θα έχουμε εμποδίσει
θα έχουμε εμποδισμένο
θα έχω εμποδιστεί
θα είμαι εμποδισμένος, -η
θα έχουμε εμποδιστεί
θα είμαστε εμποδισμένοι, -ες
θα έχεις εμποδίσει
θα έχεις εμποδισμένο
θα έχετε εμποδίσει
θα έχετε εμποδισμένο
θα έχεις εμποδιστεί
θα είσαι εμποδισμένος, -η
θα έχετε εμποδιστεί
θα είστε εμποδισμένοι, -ες
θα έχει εμποδίσει
θα έχει εμποδισμένο
θα έχουν εμποδίσει
θα έχουν εμποδισμένο
θα έχει εμποδιστεί
θα είναι εμποδισμένος, -η, -ο
θα έχουν εμποδιστεί
θα είναι εμποδισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να εμποδίζωνα εμποδίζουμε, να εμποδίζομενα εμποδίζομαινα εμποδιζόμαστε
να εμποδίζειςνα εμποδίζετενα εμποδίζεσαινα εμποδίζεστε, να εμποδιζόσαστε
να εμποδίζεινα εμποδίζουν(ε)να εμποδίζεταινα εμποδίζονται
Aoristνα εμποδίσωνα εμποδίσουμε, να εμποδίσομενα εμποδιστώνα εμποδιστούμε
να εμποδίσειςνα εμποδίσετενα εμποδιστείςνα εμποδιστείτε
να εμποδίσεινα εμποδίσουν(ε)να εμποδιστείνα εμποδιστούν(ε)
Perfνα έχω εμποδίσει
να έχω εμποδισμένο
να έχουμε εμποδίσει
να έχουμε εμποδισμένο
να έχω εμποδιστεί
να είμαι εμποδισμένος, -η
να έχουμε εμποδιστεί
να είμαστε εμποδισμένοι, -ες
να έχεις εμποδίσει
να έχεις εμποδισμένο
να έχετε εμποδίσει
να έχετε εμποδισμένο
να έχεις εμποδιστεί
να είσαι εμποδισμένος, -η
να έχετε εμποδιστεί
να είστε εμποδισμένοι, -ες
να έχει εμποδίσει
να έχει εμποδισμένο
να έχουν εμποδίσει
να έχουν εμποδισμένο
να έχει εμποδιστεί
να είναι εμποδισμένος, -η, -ο
να έχουν εμποδιστεί
να είναι εμποδισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presεμπόδιζεεμποδίζετεεμποδίζεστε
Aoristεμπόδισεεμποδίστεεμποδίσουεμποδιστείτε
Part
izip
Presεμποδίζονταςεμποδιζόμενος
Perfέχοντας εμποδίσει, έχοντας εμποδισμένοεμποδισμένος, -η, -οεμποδισμένοι, -ες, -α
InfinAoristεμποδίσειεμποδιστεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ελαττώνωελαττώνουμε, ελαττώνομεελαττώνομαιελαττωνόμαστε
ελαττώνειςελαττώνετεελαττώνεσαιελαττώνεστε, ελαττωνόσαστε
ελαττώνειελαττώνουν(ε)ελαττώνεταιελαττώνονται
Imper
fekt
ελάττωναελαττώναμεελαττωνόμουν(α)ελαττωνόμαστε, ελαττωνόμασταν
ελάττωνεςελαττώνατεελαττωνόσουν(α)ελαττωνόσαστε, ελαττωνόσασταν
ελάττωνεελάττωναν, ελαττώναν(ε)ελαττωνόταν(ε)ελαττώνονταν, ελαττωνόντανε, ελαττωνόντουσαν
Aoristελάττωσαελαττώσαμεελαττώθηκαελαττωθήκαμε
ελάττωσεςελαττώσατεελαττώθηκεςελαττωθήκατε
ελάττωσεελάττωσαν, ελαττώσαν(ε)ελαττώθηκεελαττώθηκαν, ελαττωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ελαττώσει
έχω ελαττωμένο
έχουμε ελαττώσει
έχουμε ελαττωμένο
έχω ελαττωθεί
είμαι ελαττωμένος, -η
έχουμε ελαττωθεί
είμαστε ελαττωμένοι, -ες
έχεις ελαττώσει
έχεις ελαττωμένο
έχετε ελαττώσει
έχετε ελαττωμένο
έχεις ελαττωθεί
είσαι ελαττωμένος, -η
έχετε ελαττωθεί
είστε ελαττωμένοι, -ες
έχει ελαττώσει
έχει ελαττωμένο
έχουν ελαττώσει
έχουν ελαττωμένο
έχει ελαττωθεί
είναι ελαττωμένος, -η, -ο
έχουν ελαττωθεί
είναι ελαττωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ελαττώσει
είχα ελαττωμένο
είχαμε ελαττώσει
είχαμε ελαττωμένο
είχα ελαττωθεί
ήμουν ελαττωμένος, -η
είχαμε ελαττωθεί
ήμαστε ελαττωμένοι, -ες
είχες ελαττώσει
είχες ελαττωμένο
είχατε ελαττώσει
είχατε ελαττωμένο
είχες ελαττωθεί
ήσουν ελαττωμένος, -η
είχατε ελαττωθεί
ήσαστε ελαττωμένοι, -ες
είχε ελαττώσει
είχε ελαττωμένο
είχαν ελαττώσει
είχαν ελαττωμένο
είχε ελαττωθεί
ήταν ελαττωμένος, -η, -ο
είχαν ελαττωθεί
ήταν ελαττωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ελαττώνωθα ελαττώνουμε, θα ελαττώνομεθα ελαττώνομαιθα ελαττωνόμαστε
θα ελαττώνειςθα ελαττώνετεθα ελαττώνεσαιθα ελαττώνεστε, θα ελαττωνόσαστε
θα ελαττώνειθα ελαττώνουν(ε)θα ελαττώνεταιθα ελαττώνονται
Fut
ur
θα ελαττώσωθα ελαττώσουμε, θα ελαττώσομεθα ελαττωθώθα ελαττωθούμε
θα ελαττώσειςθα ελαττώσετεθα ελαττωθείςθα ελαττωθείτε
θα ελαττώσειθα ελαττώσουνθα ελαττωθείθα ελαττωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ελαττώσει
θα έχω ελαττωμένο
θα έχουμε ελαττώσει
θα έχουμε ελαττωμένο
θα έχω ελαττωθεί
θα είμαι ελαττωμένος, -η
θα έχουμε ελαττωθεί
θα είμαστε ελαττωμένοι, -ες
θα έχεις ελαττώσει
θα έχεις ελαττωμένο
θα έχετε ελαττώσει
θα έχετε ελαττωμένο
θα έχεις ελαττωθεί
θα είσαι ελαττωμένος, -η
θα έχετε ελαττωθεί
θα είστε ελαττωμένοι, -ες
θα έχει ελαττώσει
θα έχει ελαττωμένο
θα έχουν ελαττώσει
θα έχουν ελαττωμένο
θα έχει ελαττωθεί
θα είναι ελαττωμένος, -η, -ο
θα έχουν ελαττωθεί
θα είναι ελαττωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ελαττώνωνα ελαττώνουμε, να ελαττώνομενα ελαττώνομαινα ελαττωνόμαστε
να ελαττώνειςνα ελαττώνετενα ελαττώνεσαινα ελαττώνεστε, να ελαττωνόσαστε
να ελαττώνεινα ελαττώνουν(ε)να ελαττώνεταινα ελαττώνονται
Aoristνα ελαττώσωνα ελαττώσουμε, να ελαττώσομενα ελαττωθώνα ελαττωθούμε
να ελαττώσειςνα ελαττώσετενα ελαττωθείςνα ελαττωθείτε
να ελαττώσεινα ελαττώσουν(ε)να ελαττωθείνα ελαττωθούν(ε)
Perfνα έχω ελαττώσει
να έχω ελαττωμένο
να έχουμε ελαττώσει
να έχουμε ελαττωμένο
να έχω ελαττωθεί
να είμαι ελαττωμένος, -η
να έχουμε ελαττωθεί
να είμαστε ελαττωμένοι, -ες
να έχεις ελαττώσει
να έχεις ελαττωμένο
να έχετε ελαττώσει
να έχετε ελαττωμένο
να έχεις ελαττωθεί
να είσαι ελαττωμένος, -η
να έχετε ελαττωθεί
να είστε ελαττωμένοι, -ες
να έχει ελαττώσει
να έχει ελαττωμένο
να έχουν ελαττώσει
να έχουν ελαττωμένο
να έχει ελαττωθεί
να είναι ελαττωμένος, -η, -ο
να έχουν ελαττωθεί
να είναι ελαττωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presελάττωνεελαττώνετεελαττώνεστε
Aoristελάττωσεελαττώστε, ελαττώσετεελαττώσουελαττωθείτε
Part
izip
Presελαττώνοντας
Perfέχοντας ελαττώσει, έχοντας ελαττωμένοελαττωμένος, -η, -οελαττωμένοι, -ες, -α
InfinAoristελαττώσειελαττωθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback