überlassen
 Verb

αφήνω Verb
(30)
παραχωρώ Verb
(2)
DeutschGriechisch
Im Durchschnitt kommt es einmal pro Woche zum Überlauf. Lediglich einer von 57 Abflüssen wird überwacht, daher muss ich es Ihrer Phantasie überlassen, sich vorzustellen, welche Feststoffe in den Fluss gelangen.Μόνον μία από τις 57 υπερχειλίσεις διηθείται και, συνεπώς, αφήνω στη φαντασία σας την ποσότητα των στερεών αστικών λυμάτων που καταλήγουν στο ποτάμι.

Übersetzung bestätigt

Meines Wissens wollten wir das nicht mehr im Rahmen von Plenarsitzungen tun, sondern diese Arbeit der Kommission überlassen, um die Zahl der Änderungsanträge, über die im Parlament abgestimmt wird, zu begrenzen.Νόμιζα ότι δεν θα το κάναμε πλέον αυτό στην ολομέλεια, αλλά αφήνω το έργο στην Επιτροπή, προκειμένου να περιορίσει τον αριθμό τροπολογιών που έρχονται στην ολομέλεια.

Übersetzung bestätigt

Berichterstatter. Frau Präsidentin! An dieser Stelle, da alles gesagt ist, freue ich mich, ihnen das letzte Wort zu diesem Thema zu überlassen, mit dem Sie genauso gut wie ich vertraut sind.εισηγητής. (EN) Κυρία Πρόεδρε, τέτοια ώρα, και αφού έχουν ειπωθεί όλα, με χαρά σάς αφήνω να έχετε τον τελευταίο λόγο επί του ζητήματος αυτού, που το γνωρίζετε εξίσου καλά με μένα.

Übersetzung bestätigt

Frau Präsidentin, aus Prinzip und im Namen der Gleichheit von Mann und Frau werde ich in keinster Weise von Küchenausstattungen, von Küchengeräte und von Gerichten sprechen, sondern dies den Männern überlassen.Κυρία Πρόεδρε, για λόγους αρχής και στο όνομα της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών, δεν θα κάνω καμία αναφορά στους εξοπλισμούς της κουζίνας, στα μαγειρικά σκεύη και στα γεύματα, το αφήνω αυτό στους άνδρες.

Übersetzung bestätigt

Ich freue mich, dies für das Protokoll zu vermerken wenngleich ich das Urteil Ihnen überlassen werde.Το αναφέρω με χαρά μου, για τα πρακτικά, αν και το αφήνω στην κρίση σας.

Übersetzung bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αφήνωαφήνουμε, αφήνομεαφήνομαιαφηνόμαστε
αφήνειςαφήνετεαφήνεσαιαφήνεστε, αφηνόσαστε
αφήνειαφήνουν(ε)αφήνεταιαφήνονται
Imper
fekt
άφηνααφήναμεαφηνόμουν(α)αφηνόμαστε, αφηνόμασταν
άφηνεςαφήνατεαφηνόσουν(α)αφηνόσαστε, αφηνόσασταν
άφηνεάφηναν, αφήναν(ε)αφηνόταν(ε)αφήνονταν, αφηνόντανε, αφηνόντουσαν
Aoristάφησααφήσαμεαφέθηκααφεθήκαμε
άφησεςαφήσατεαφέθηκεςαφεθήκατε
άφησεάφησαν, αφήσαν(ε)αφέθηκεαφέθηκαν, αφεθήκανε
Per
fekt
έχω αφήσει
έχω αφημένο
έχουμε αφήσει
έχουμε αφημένο
έχω αφεθεί
είμαι αφημένος, -η
έχουμε αφεθεί
είμαστε αφημένοι, -ες
έχεις αφήσει
έχεις αφημένο
έχετε αφήσει
έχετε αφημένο
έχεις αφεθεί
είσαι αφημένος, -η
έχετε αφεθεί
είστε αφημένοι, -ες
έχει αφήσει
έχει αφημένο
έχουν αφήσει
έχουν αφημένο
έχει αφεθεί
είναι αφημένος, -η, -ο
έχουν αφεθεί
είναι αφημένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα αφήσει
είχα αφημένο
είχαμε αφήσει
είχαμε αφημένο
είχα αφεθεί
ήμουν αφημένος, -η
είχαμε αφεθεί
ήμαστε αφημένοι, -ες
είχες αφήσει
είχες αφημένο
είχατε αφήσει
είχατε αφημένο
είχες αφεθεί
ήσουν αφημένος, -η
είχατε αφεθεί
ήσαστε αφημένοι, -ες
είχε αφήσει
είχε αφημένο
είχαν αφήσει
είχαν αφημένο
είχε αφεθεί
ήταν αφημένος, -η, -ο
είχαν αφεθεί
ήταν αφημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αφήνωθα αφήνουμε, θα αφήνομεθα αφήνομαιθα αφηνόμαστε
θα αφήνειςθα αφήνετεθα αφήνεσαιθα αφήνεστε, θα αφηνόσαστε
θα αφήνειθα αφήνουν(ε)θα αφήνεταιθα αφήνονται
Fut
ur
θα αφήσωθα αφήσουμε, θα αφήσομεθα αφεθώθα αφεθούμε
θα αφήσειςθα αφήσετεθα αφεθείςθα αφεθείτε
θα αφήσειθα αφήσουν(ε)θα αφεθείθα αφεθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αφήσει
θα έχω αφημένο
θα έχουμε αφήσει
θα έχουμε αφημένο
θα έχω αφεθεί
θα είμαι αφημένος, -η
θα έχουμε αφεθεί
θα είμαστε αφημένοι, -ες
θα έχεις αφήσει
θα έχεις αφημένο
θα έχετε αφήσει
θα έχετε αφημένο
θα έχεις αφεθεί
θα είσαι αφημένος, -η
θα έχετε αφεθεί
θα είστε αφημένοι, -ες
θα έχει αφήσει
θα έχει αφημένο
θα έχουν αφήσει
θα έχουν αφημένο
θα έχει αφεθεί
θα είναι αφημένος, -η, -ο
θα έχουν αφεθεί
θα είναι αφημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αφήνωνα αφήνουμε, να αφήνομενα αφήνομαινα αφηνόμαστε
να αφήνειςνα αφήνετενα αφήνεσαινα αφήνεστε, να αφηνόσαστε
να αφήνεινα αφήνουν(ε)να αφήνεταινα αφήνονται
Aoristνα αφήσωνα αφήσουμε, να αφήσομενα αφεθώνα αφεθούμε
να αφήσειςνα αφήσετενα αφεθείςνα αφεθείτε
να αφήσεινα αφήσουν(ε)να αφεθείνα αφεθούν(ε)
Perfνα έχω αφήσει
να έχω αφημένο
να έχουμε αφήσει
να έχουμε αφημένο
να έχω αφεθεί
να είμαι αφημένος, -η
να έχουμε αφεθεί
να είμαστε αφημένοι, -ες
να έχεις αφήσει
να έχεις αφημένο
να έχετε αφήσει
να έχετε αφημένο
να έχεις αφεθεί
να είσαι αφημένος, -η
να έχετε αφεθεί
να είστε αφημένοι, -ες
να έχει αφήσει
να έχει αφημένο
να έχουν αφήσει
να έχουν αφημένο
να έχει αφεθεί
να είναι αφημένος, -η, -ο
να έχουν αφεθεί
να είναι αφημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presάφηνεαφήνετεαφήνεστε
Aoristάφησε, άσεαφήστε, άστεαφεθείτε
Part
izip
Presαφήνοντας
Perfέχοντας αφήσει, έχοντας αφημένοαφημένος, -η, -οαφημένοι, -ες, -α
InfinAoristαφήσειαφεθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback