φιλώ Verb  [filo, filw]

  Verb
(14)

Etymologie zu φιλώ

φιλώ altgriechisch φιλέω-φιλῶ


GriechischDeutsch
Χείλη για να ψυθιρίζω ψέμματα χείλη για φιλώ έναν άνδρα και να τον κάνω να υποφέρει.Lippen, um Männer zu küssen und leiden zu lassen.

Übersetzung nicht bestätigt

Δεν μπορώ να σε φιλώ όταν μιλάς.Und ich kann dich nicht küssen, wenn du sprichst.

Übersetzung nicht bestätigt

Να σε φιλώ.Um... Um Sie zu küssen.

Übersetzung nicht bestätigt

Δε σε φιλώ.Ich werde Sie nicht küssen.

Übersetzung nicht bestätigt

Θέλω να μείνουμε μόνοι, να την κρατώ, να την φιλώ.. ..να της πω πόσο την αγαπώ και να την φροντίσω.Ich will mit ihr allein sein, sie halten und küssen und ihr sagen, wie sehr ich sie liebe, und mich um sie kümmern.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
ασπάζομαι
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu φιλώ

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
φιλάω, φιλώφιλάμε, φιλούμεφιλιέμαιφιλιόμαστε
φιλάςφιλάτεφιλιέσαιφιλιέστε, φιλιόσαστε
φιλάει, φιλάφιλάν(ε), φιλούν(ε)φιλιέταιφιλιούνται, φιλιόνται
Imper
fekt
φιλούσα, φίλαγαφιλούσαμε, φιλάγαμεφιλιόμουν(α)φιλιόμαστε, φιλιόμασταν
φιλούσες, φίλαγεςφιλούσατε, φιλάγατεφιλιόσουν(α)φιλιόσαστε, φιλιόσασταν
φιλούσε, φίλαγεφιλούσαν(ε), φίλαγαν, φιλάγανεφιλιόταν(ε)φιλιόνταν(ε), φιλιούνταν, φιλιόντουσαν
Aoristφίλησαφιλήσαμεφιλήθηκαφιληθήκαμε
φίλησεςφιλήσατεφιλήθηκεςφιληθήκατε
φίλησεφίλησαν, φιλήσαν(ε)φιλήθηκεφιλήθηκαν, φιληθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω φιλήσει
έχω φιλημένο
έχουμε φιλήσει
έχουμε φιλημένο
έχω φιληθεί
είμαι φιλημένος, -η
έχουμε φιληθεί
είμαστε φιλημένοι, -ες
έχεις φιλήσει
έχεις φιλημένο
έχετε φιλήσει
έχετε φιλημένο
έχεις φιληθεί
είσαι φιλημένος, -η
έχετε φιληθεί
είστε φιλημένοι, -ες
έχει φιλήσει
έχει φιλημένο
έχουν φιλήσει
έχουν φιλημένο
έχει φιληθεί
είναι φιλημένος, -η, -ο
έχουν φιληθεί
είναι φιλημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα φιλήσει
είχα φιλημένο
είχαμε φιλήσει
είχαμε φιλημένο
είχα φιληθεί
ήμουν φιλημένος, -η
είχαμε φιληθεί
ήμαστε φιλημένοι, -ες
είχες φιλήσει
είχες φιλημένο
είχατε φιλήσει
είχατε φιλημένο
είχες φιληθεί
ήσουν φιλημένος, -η
είχατε φιληθεί
ήσαστε φιλημένοι, -ες
είχε φιλήσει
είχε φιλημένο
είχαν φιλήσει
είχαν φιλημένο
είχε φιληθεί
ήταν φιλημένος, -η, -ο
είχαν φιληθεί
ήταν φιλημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα φιλάω, θα φιλώθα φιλάμε, θα φιλούμεθα φιλιέμαιθα φιλιόμαστε
θα φιλάςθα φιλάτεθα φιλιέσαιθα φιλιέστε, θα φιλιόσαστε
θα φιλάει, θα φιλάθα φιλάν(ε), θα φιλούν(ε)θα φιλιέταιθα φιλιούνται, θα φιλιόνται
Fut
ur
θα φιλήσωθα φιλήσουμε, θα φιλήσομεθα φιληθώθα φιληθούμε
θα φιλήσειςθα φιλήσετεθα φιληθείςθα φιληθείτε
θα φιλήσειθα φιλήσουν(ε)θα φιληθείθα φιληθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω φιλήσει
θα έχω φιλημένο
θα έχουμε φιλήσει
θα έχουμε φιλημένο
θα έχω φιληθεί
θα είμαι φιλημένος, -η
θα έχουμε φιληθεί
θα είμαστε φιλημένοι, -ες
θα έχεις φιλήσει
θα έχεις φιλημένο
θα έχετε φιλήσει
θα έχετε φιλημένο
θα έχεις φιληθεί
θα είσαι φιλημένος, -η
θα έχετε φιληθεί
θα είστε φιλημένοι, -ες
θα έχει φιλήσει
θα έχει φιλημένο
θα έχουν φιλήσει
θα έχουν φιλημένο
θα έχει φιληθεί
θα είναι φιλημένος, -η, -ο
θα έχουν φιληθεί
θα είναι φιλημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να φιλάω, να φιλώνα φιλάμε, να φιλούμενα φιλιέμαινα φιλιόμαστε
να φιλάςνα φιλάτενα φιλιέσαινα φιλιέστε, να φιλιόσαστε
να φιλάει, να φιλάνα φιλάν(ε), να φιλούν(ε)να φιλιέταινα φιλιούνται, να φιλιόνται
Aoristνα φιλήσωνα φιλήσουμε, να φιλήσομενα φιληθώνα φιληθούμε
να φιλήσειςνα φιλήσετενα φιληθείςνα φιληθείτε
να φιλήσεινα φιλήσουν(ε)να φιληθείνα φιληθούν(ε)
Perfνα έχω φιλήσει
να έχω φιλημένο
να έχουμε φιλήσει
να έχουμε φιλημένο
να έχω φιληθεί
να είμαι φιλημένος, -η
να έχουμε φιληθεί
να είμαστε φιλημένοι, -ες
να έχεις φιλήσει
να έχεις φιλημένο
να έχετε φιλήσει
να έχετε φιλημένο
να έχεις φιληθεί
να είσαι φιλημένος, -η
να έχετε φιληθεί
να είστε φιλημένοι, -η
να έχει φιλήσει
να έχει φιλημένο
να έχουν φιλήσει
να έχουν φιλημένο
να έχει φιληθεί
να είναι φιλημένος, -η, -ο
να έχουν φιληθεί
να είναι φιλημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presφίλα, φίλαγεφιλάτεφιλιέστε
Aoristφίλησε, φίλαφιλήστεφιλήσουφιληθείτε
Part
izip
Presφιλώντας
Perfέχοντας φιλήσει, έχοντας φιλημένοφιλημένος, -η, -οφιλημένοι, -ες, -α
InfinAoristφιλήσειφιληθεί





Griechische Definition zu φιλώ

φιλώ [filó] & -άω, -ιέμαι : αγγίζω με τα χείλια (ελαφρά προτεταμένα και συνήθ. μισάνοιχτα) για να εκδηλώσω έρωτα, αγάπη, σεβασμό κτλ. προς κάποιο πρόσωπο (γενικότ. έμψυχο) ή αντικείμενο: φιλώ κπ. στο μάγουλο / στο μέτωπο / στο στόμα. φιλώ το χέρι κάποιου, ως ένδειξη σεβασμού, ευγνωμοσύνης ή ως φιλοφρόνηση. Έκανε το σταυρό της και φίλησε τη θαυματουργή εικόνα. Tην αγκάλιασε και τη φίλησε τρυφερά / παθιασμέ να. (προφ.) σε / σας φιλώ!, χαιρετισμός (συνήθ. στο τέλος συνομιλίας, συνδιάλεξης, επιστολής κτλ.) προς οικείο πρόσωπο. Φίλα μου τα παιδιά! (όρκος) φιλώ σταυρό, ορκίζομαι, επιβεβαιώνω ότι λέω αλήθεια. ΦΡ φιλώ κατουρημένες ποδιές*. ΠAΡ Xέρι που δεν μπορείς να (το) δαγκάσεις, φίλα το, να συμβιβάζεσαι, να υποκύπτεις σε αντίπαλο που είσαι ανίσχυρος να βλάψεις. || (παθ.) ανταλλάσσω φιλιά με κπ.: Aγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν συγκινημένοι. Έπιασε τον άντρα της να φιλιέται με μια ξανθιά.

[αρχ. φιλῶ (αρχική σημ.: `αγαπώ΄)]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback