υποστηρίζω Verb  [ipostirizo, yposthrizw]

  Verb
(143)
  Verb
(10)
  Verb
(2)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu υποστηρίζω

υποστηρίζω Koine-Griechisch ὑποστηρίζω ὑπό + altgriechisch στηρίζω


GriechischDeutsch
Μολονότι δεν υποστηρίζω να έχουν πρόσβαση στο EQUAL οι πρόσφυγες εκείνοι, στους οποίους δεν χορηγήθηκε το καθεστώς του πρόσφυγα και απειλούνται με επαναπατρισμό, υποστηρίζω εντούτοις τη δυνατότητα πρόσβασης στο πρόγραμμα όλων των άλλων αιτούντων άσυλο και προσφύγων.Obwohl ich nicht dafür eintrete, daß jenen Flüchtlinge Zugang zu EQUAL gewährt wird, denen aufgrund der Tatsache, daß ihnen kein Flüchtlingsstatus zuerkannt wurde, Rückführung droht, würde ich doch die Zugangsmöglichkeit für alle anderen Asylsuchenden und Flüchtlinge unterstützen wollen.

Übersetzung bestätigt

Κύριε Πρόεδρε, εμείς υποστηρίζουμε, και εγώ προσωπικά υποστηρίζω την έκθεση της κ. Lienemann και τους στόχους που θέτει και η οδηγία που εξετάζουμε.Herr Präsident, wir und das gilt auch für mich ganz persönlich unterstützen den Bericht von Frau Lienemann sowie die dort gesetzten Ziele und die zur Debatte stehende Richtlinie.

Übersetzung bestätigt

Από την άποψη αυτή, υποστηρίζω το ψήφισμα.In diesem Sinne unterstützen wir die Entschließung.

Übersetzung bestätigt

Με δυο λόγια, κύριε Πρόεδρε, υποστηρίζω την κεντρική ιδέα των εκθέσεων, παρ' όλο που ορισμένα από τα στοιχεία που προτείνονται πιστεύουμε ότι δεν θα έπρεπε να είχαν περιληφθεί.Kurzum, das Grundanliegen der Berichte werde ich sicherlich unterstützen, obgleich einige der vorgeschlagenen Elemente hier fehl am Platze sind.

Übersetzung bestätigt

Επισημαίνω καταρχήν και υποστηρίζω τις καινοτομίες που έχουν εισαχθεί στην παρούσα συμφωνία σχετικά με τη διάθεση του 50% της συνολικής ενίσχυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ειδικές δράσεις που προορίζονται για τη βιώσιμη ανάπτυξη του τομέα.Ich möchte zunächst die in das jetzige Abkommen aufgenommenen Neuerungen hervorheben und unterstützen, mit denen 50 % aller finanziellen Hilfen der Europäischen Union in gezielte Maßnahmen zur nachhaltigen Entwicklung des Sektors fließen sollen.

Übersetzung bestätigt



Grammatik

Grammatik zu υποστηρίζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
υποστηρίζωυποστηρίζουμε, υποστηρίζομευποστηρίζομαιστηριζόμαστε
υποστηρίζειςυποστηρίζετευποστηρίζεσαιυποστηρίζεστε, στηριζόσαστε
υποστηρίζειυποστηρίζουν(ε)υποστηρίζεταιυποστηρίζονται
Imper
fekt
υποστήριζαυποστηρίζαμεστηριζόμουν(α)στηριζόμαστε, στηριζόμασταν
υποστήριζεςυποστηρίζατεστηριζόσουν(α)στηριζόσαστε, στηριζόσασταν
υποστήριζευποστήριζαν, υποστηρίζαν(ε)στηριζόταν(ε)υποστηρίζονταν, στηριζόντανε, στηριζόντουσαν
Aoristυποστήριξαυποστηρίξαμευποστηρίχτηκα, υποστηρίχθηκαστηριχτήκαμε, στηριχθήκαμε
υποστήριξεςυποστηρίξατευποστηρίχτηκες, υποστηρίχθηκεςστηριχτήκατε, στηριχθήκατε
υποστήριξευποστήριξαν, υποστηρίξαν(ε)υποστηρίχτηκε, υποστηρίχθηκευποστηρίχτηκαν, στηριχτήκαν(ε)
υποστηρίχθηκαν, στηριχθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω υποστηρίξει
έχω υποστηριγμένο
έχουμε υποστηρίξει
έχουμε υποστηριγμένο
έχω στηριχτεί
έχω στηριχθεί
είμαι υποστηριγμένος, -η
έχουμε στηριχτεί
έχουμε στηριχθεί
είμαστε υποστηριγμένοι, -ες
έχεις υποστηρίξει
έχεις υποστηριγμένο
έχετε υποστηρίξει
έχετε υποστηριγμένο
έχεις στηριχτεί
έχεις στηριχθεί
είσαι υποστηριγμένος, -η
έχετε στηριχτεί
έχετε στηριχθεί
είστε υποστηριγμένοι, -ες
έχει υποστηρίξει
έχει υποστηριγμένο
έχουν υποστηρίξει
έχουν υποστηριγμένο
έχει στηριχτεί
έχει στηριχθεί
είναι υποστηριγμένος, -η, -ο
έχουν στηριχτεί
έχουν στηριχθεί
είναι υποστηριγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα υποστηρίξει
είχα υποστηριγμένο
είχαμε υποστηρίξει
είχαμε υποστηριγμένο
είχα στηριχτεί
είχα στηριχθεί
ήμουν υποστηριγμένος, -η
είχαμε στηριχτεί
είχαμε στηριχθεί
ήμαστε υποστηριγμένοι, -ες
είχες υποστηρίξει
είχες υποστηριγμένο
είχατε υποστηρίξει
είχατε υποστηριγμένο
είχες στηριχτεί
είχες στηριχθεί
ήσουν υποστηριγμένος, -η
είχατε στηριχτεί
είχατε στηριχθεί
ήσαστε υποστηριγμένοι, -ες
είχε υποστηρίξει
είχε υποστηριγμένο
είχαν υποστηρίξει
είχαν υποστηριγμένο
είχε στηριχτεί
είχε στηριχθεί
ήταν υποστηριγμένος, -η, -ο
είχαν στηριχτεί
είχαν στηριχθεί
ήταν υποστηριγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα υποστηρίζωθα υποστηρίζουμε, θα υποστηρίζομεθα υποστηρίζομαιθα στηριζόμαστε
θα υποστηρίζειςθα υποστηρίζετεθα υποστηρίζεσαιθα υποστηρίζεστε, θα στηριζόσαστε
θα υποστηρίζειθα υποστηρίζουν(ε)θα υποστηρίζεταιθα υποστηρίζονται
Fut
ur
θα υποστηρίξωθα υποστηρίξουμε, θα υποστηρίξομεθα στηριχτώθα στηριχτούμε
θα υποστηρίξειςθα υποστηρίξετεθα στηριχτείςθα στηριχτείτε
θα υποστηρίξειθα υποστηρίξουν(ε)θα στηριχτείθα στηριχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω υποστηρίξει
θα έχω υποστηριγμένο
θα έχουμε υποστηρίξει
θα έχουμε υποστηριγμένο
θα έχω στηριχτεί
θα έχω στηριχθεί
θα είμαι υποστηριγμένος, -η
θα έχουμε στηριχτεί
θα έχουμε στηριχθεί
θα είμαστε υποστηριγμένοι, -ες
θα έχεις υποστηρίξει
θα έχεις υποστηριγμένο
θα έχετε υποστηρίξει
θα έχετε υποστηριγμένο
θα έχεις στηριχτεί
θα έχεις στηριχθεί
θα είσαι υποστηριγμένος, -η
θα έχετε στηριχτεί
θα έχετε στηριχθεί
θα είστε υποστηριγμένοι, -ες
θα έχει υποστηρίξει
θα έχει υποστηριγμένο
θα έχουν υποστηρίξει
θα έχουν υποστηριγμένο
θα έχει στηριχτεί
θα έχει στηριχθεί
θα είναι υποστηριγμένος, -η, -ο
θα έχουν στηριχτεί
θα έχουν στηριχθεί
θα είναι υποστηριγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να υποστηρίζωνα υποστηρίζουμε, να υποστηρίζομενα υποστηρίζομαινα στηριζόμαστε
να υποστηρίζειςνα υποστηρίζετενα υποστηρίζεσαινα υποστηρίζεστε, να στηριζόσαστε
να υποστηρίζεινα υποστηρίζουν(ε)να υποστηρίζεταινα υποστηρίζονται
Aoristνα υποστηρίξωνα υποστηρίξουμε, να υποστηρίξομενα στηριχτώνα στηριχτούμε
να υποστηρίξειςνα υποστηρίξετενα στηριχτείςνα στηριχτείτε
να υποστηρίξεινα υποστηρίξουν(ε)να στηριχτείνα στηριχτούν(ε)
Perf να έχω υποστηρίξει
να έχω υποστηριγμένο
να έχουμε υποστηρίξει
να έχουμε υποστηριγμένο
να έχω στηριχτεί
να έχω στηριχθεί
να είμαι υποστηριγμένος, -η
να έχουμε στηριχτεί
να έχουμε στηριχθεί
να είμαστε υποστηριγμένοι, -ες
να έχεις υποστηρίξει
να έχεις υποστηριγμένο
να έχετε υποστηρίξει
να έχετε υποστηριγμένο
να έχεις στηριχτεί
να έχεις στηριχθεί
να είσαι υποστηριγμένος, -η
να έχετε στηριχτεί
να έχετε στηριχθεί
να είστε υποστηριγμένοι, -ες
να έχει υποστηρίξει
να έχει υποστηριγμένο
να έχουν υποστηρίξει
να έχουν υποστηριγμένο
να έχει στηριχτεί
να έχει στηριχθεί
να είναι υποστηριγμένος, -η, -ο
να έχουν στηριχτεί
να έχουν στηριχθεί
να είναι υποστηριγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presυποστήριζευποστηρίζετευποστηρίζεστε
Aoristυποστήριξευποστηρίξτε, υποστηρίχτευποστηρίξουστηριχτείτε
Part
izip
Presυποστηρίζοντας
Perfέχοντας υποστηρίξει, έχοντας υποστηριγμένουποστηριγμένος, -η, -ουποστηριγμένοι, -ες, -α
InfinAoristυποστηρίξειστηριχτεί, στηριχθεί













Griechische Definition zu υποστηρίζω

υποστηρίζω [ipostirízo] -ομαι : 1.τοποθετώ στήριγμα κάτω από κτ., το στηρίζω από κάτω, το υποβαστάζω: υποστηρίζω έναν τοίχο / ένα φράγμα. Η στοά υποστηρίζεται από κολόνες. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback