ταξιδεύω Verb  [taksidevo, taksithevo, taksideyw]

  Verb
(67)
  Verb
(3)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu ταξιδεύω

ταξιδεύω ταξίδι + -εύω


GriechischDeutsch
Όταν η πρακτική τελείωσε άρχισα να ταξιδεύω και πάλι και σιγά-σιγά άρχισε να εργάζεται για τη νέα μουσική.Wenn das Praktikum beendet fing ich wieder an zu reisen und begann langsam auf neue Musik arbeiten.

Übersetzung nicht bestätigt

Του άρεσε να ταξιδεύω πολύ και συχνά ταξίδεψε σε όλη την Ευρώπη.Er liebte es, die viel reisen und oft durch Europa gereist.

Übersetzung nicht bestätigt

Είμαι ένας από αυτούς έχοντας κερδίσει πολλά κρύα, σκληρά μετρητά κατά τη διάρκεια των ετών με τα ίδια παιχνίδια σε στιλ Vegas έπρεπε να ταξιδεύω για μέρες στην έρημο για να παίξω.Ich bin einer von ihnen, der im Laufe der Jahre eine Menge kaltes, hartes Geld für dieselben Spiele im Stil von Vegas gewonnen hatte, die ich tagelang durch die Wüste reisen musste, um zu spielen.

Übersetzung nicht bestätigt

Θέλω να ταξιδεύω σε όλη την Ευρώπη, να μετεπιβιβάζομαι από αεροσκάφη σε σιδηροδρόμους ή σε πλοία, σε μέσα αστικών ή υπεραστικών οδικών μεταφορών, έχοντας προγραμματίσει τη διαδρομή και αγοράσει ένα μόνο εισιτήριο επιγραμμικά (online).Ich möchte quer durch Europa reisen und dabei Flugzeug, Eisenbahn und Schiff, städtischen Nahverkehr und Straßenverkehr miteinander kombinieren können, ich möchte eine solche Reise online planen und dafür ein einziges Beförderungsdokument online kaufen können.

Übersetzung bestätigt

Σύντομα θα ταξιδεύω στη Γερμανία όπου διεξάγεται το Παγκόσμιο Κύπελλο, προκειμένου να συμμετάσχω σε εκστρατεία κατά του ρατσισμού στο ποδόσφαιρο, αλλά να είστε σίγουροι πως θα είμαι σε επιφυλακή για να διαπιστώσω τι ενέργειες γίνονται για την αντιμετώπιση της καταναγκαστικής πορνείας.In Kürze werde ich nach Deutschland, wo die Weltmeisterschaft ausgetragen wird, reisen, um eine Kampagne gegen Rassismus im Fußball zu führen. Aber Sie können sich darauf verlassen, dass ich meine Ohren offen halten und herausfinden werde, was dort im Kampf gegen Zwangsprostitution geschieht.

Übersetzung bestätigt



Grammatik

Grammatik zu ταξιδεύω


Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ταξιδεύωταξιδεύουμε, ταξιδεύομε
ταξιδεύειςταξιδεύετε
ταξιδεύειταξιδεύουν(ε)
Imper
fekt
ταξίδευαταξιδεύαμε
ταξίδευεςταξιδεύατε
ταξίδευεταξίδευαν, ταξιδεύαν(ε)
Aoristταξίδεψαταξιδέψαμε
ταξίδεψεςταξιδέψατε
ταξίδεψεταξίδεψαν, ταξιδέψαν(ε)
Per
fekt
έχω ταξιδέψειέχουμε ταξιδέψει
έχεις ταξιδέψειέχετε ταξιδέψει
έχει ταξιδέψειέχουν ταξιδέψει
Plu
per
fekt
είχα ταξιδέψειείχαμε ταξιδέψει
είχες ταξιδέψειείχατε ταξιδέψει
είχε ταξιδέψειείχαν ταξιδέψει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ταξιδεύωθα ταξιδεύουμε, θα ταξιδεύομε
θα ταξιδεύειςθα ταξιδεύετε
θα ταξιδεύειθα ταξιδεύουν(ε)
Fut
ur
θα ταξιδέψωθα ταξιδέψουμε, θα ταξιδέψομε
θα ταξιδέψειςθα ταξιδέψετε
θα ταξιδέψειθα ταξιδέψουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ταξιδέψειθα έχουμε ταξιδέψει
θα έχεις ταξιδέψειθα έχετε ταξιδέψει
θα έχει ταξιδέψειθα έχουν ταξιδέψει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ταξιδεύωνα ταξιδεύουμε, να ταξιδεύομε
να ταξιδεύειςνα ταξιδεύετε
να ταξιδεύεινα ταξιδεύουν(ε)
Aoristνα ταξιδέψωνα ταξιδέψουμε, να ταξιδέψομε
να ταξιδέψειςνα ταξιδέψετε
να ταξιδέψεινα ταξιδέψουν(ε)
Perfνα έχω ταξιδέψεινα έχουμε ταξιδέψει
να έχεις ταξιδέψεινα έχετε ταξιδέψει
να έχει ταξιδέψεινα έχουν ταξιδέψει
Imper
ativ
Presταξίδευεταξιδεύετε
Aoristταξίδεψεταξιδέψτε, ταξιδεύτε
Part
izip
Presταξιδεύοντας
Perfέχοντας ταξιδέψει
InfinAoristταξιδέψει



Person Wortform
Präsens ich reise
du reist
er, sie, es reist
Präteritum ich reiste
Konjunktiv II ich reiste
Imperativ Singular reise!
Plural reist!
Perfekt Partizip II Hilfsverb
gereist sein
Alle weiteren Formen: Flexion:reisen









Griechische Definition zu ταξιδεύω

ταξιδεύω [taksiδévo] .2α μππ. ταξιδεμένος : μετακινούμαι από έναν τόπο, συνήθ. τον τόπο της μόνιμης κατοικίας μου, σε κπ. άλλο και μένω σ΄ αυτόν για ορισμένο χρονικό διάστημα: ταξιδεύω με το τρένο / με το αυτοκίνητο / με το αεροπλάνο από την Aθήνα στη Θεσσαλονίκη. Tαξίδευα δέκα ώρες συνέχεια. ταξιδεύω για αναψυχή / για επαγγελματικούς λόγους / για λόγους υγείας. Στη ζωή του έχει ταξιδέψει πολύ και έχει γνωρίσει όλο τον κόσμο. Tαξίδεψα μαζί με το Γιάννη, συνταξίδεψα. Είναι άνθρωπος ταξιδεμένος, πολυταξιδεμένος. ΦΡ ταξιδεύει ο νους μου, είμαι απορροφημένος από τις σκέψεις μου, δεν προσέχω τι λέγεται δίπλα μου: Πού ταξιδεύει ο νους σου; || ταξιδεύω κπ. / κτ., αναλαμβάνω την ευθύνη της μεταφοράς του: Πώς θα το ταξιδέψεις το παιδί άρρωστο; Tη γάτα την ταξιδεύω πάντα μέσα σε καλάθι.

[μσν. ταξιδεύω < ταξίδ(ι) -εύω]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback