{ο}  τίτλος Subst.  [titlos]

{der}    Subst.
(2726)
{die}    Subst.
(47)

Etymologie zu τίτλος

τίτλος lateinisch titulus


GriechischDeutsch
συνεργάζονται για την προετοιμασία και την ενημέρωση των πληροφοριών στις οποίες αναφέρεται ο τίτλος ΙΙΙ, και κυρίως του συστήματος πληροφόρησης του κοινού, σύμφωνα με τους κανόνες που προβλέπει ο εν λόγω τίτλος·Sie tragen nach Maßgabe von Titel III zur Einrichtung und Aktualisierung der in jenem Titel genannten Informationen und insbesondere des Informationssystems für die Öffentlichkeit bei.

Übersetzung bestätigt

Η Επιτροπή συμφωνεί έτσι με τον εμπειρογνώμονα ότι δεν αρκεί η παρουσία δικαιώματος πώλησης των BFP για να είναι οι τίτλοι αυτοί συγκρίσιμοι με «δομημένα» ομόλογα, σύμφωνα με τον κοινό ορισμό.Die Kommission teilt die in dem Gutachten vertretene Auffassung, der zufolge die in BFP enthaltene Put-Option nicht ausreicht, um dieses Titel mit „strukturierten“ Anleihen im Sinne der herkömmlichen Definition vergleichen zu können.

Übersetzung bestätigt

Στοιχεία και τίτλος του εναρμονισμένου προτύπουBezugsnummer und Titel der harmonisierten Norm

Übersetzung bestätigt

Ο τίτλος μετατρέπεται σε «Γεγονότα μετά την Περίοδο Αναφοράς».Der Titel wird geändert in „Ereignisse nach der Berichtsperiode“

Übersetzung bestätigt

Οι τίτλοι II, III και IV εφαρμόζονται, όσον αφορά τις ουσίες, από την 1η Δεκεμβρίου 2010 και, όσον αφορά τα μείγματα, από την 1η Ιουνίου 2015.Die Titel II, III und IV gelten ab dem 1. Dezember 2010 in Bezug auf Stoffe und ab dem 1. Juni 2015 in Bezug auf Gemische.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung



Griechische Definition zu τίτλος

τίτλος ο [títlos] : 1α. ονομασία ενός επιστημονικού, φιλοσοφικού ή λογοτεχνικού έργου (που μπαίνει στην αρχή του βιβλίου) ή ενός θεατρικού, κινηματογραφικού ή τηλεοπτικού έργου, που ανταποκρίνεται στο περιεχόμενό του: «Ο καπετάν Mιχάλης» είναι ο τίτλος ενός από τα πιο γνωστά έργα του Nίκου Kαζαντζάκη. || επιγραφή κεφαλαίου ενός βιβλίου· επικεφαλίδα. β. λέξη ή φράση με χοντρά τυπογραφικά στοιχεία, που μπαίνει στην αρχή ενός άρθρου εφημερίδας ή περιοδικού και που είναι ανάλογη με το περιεχόμενό του: H είδηση για το έγκλημα μπήκε στην πρώτη σελίδα με χτυπητούς τίτλους. Σήμερα δεν πρόλαβα να διαβάσω ούτε τους τίτλους της εφημερίδας. γ. (πληθ.) τα ονόματα των συντελεστών μιας ταινίας που προβάλλονται στην αρχή. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback