σώζω Verb  [sozo, swzw]

  Verb
(120)
(0)
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu σώζω

σώζω altgriechisch σῴζω


GriechischDeutsch
Μεγαλώνοντας, αποφάσισα ότι ήθελα να γίνω γιατρός και να σώζω ζωές. Ίσως αυτό να έγινε λόγω όσων είδα όταν ήμουν παιδί.Später beschloss ich, Arzt zu werden und Leben zu retten, vielleicht wegen dieses Erlebnisses als Kind.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
διασώζω
γλιτώνω κάποιον ή τον εαυτό μου
σώνω και σώνομαι
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu σώζω


AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
σώζωσώζουμε, σώζομεσώζομαισωζόμαστε
σώζειςσώζετεσώζεσαισώζεστε, σωζόσαστε
σώζεισώζουν(ε)σώζεταισώζονται
Imper
fekt
έσωζασώζαμεσωζόμουν(α)σωζόμαστε, σωζόμασταν
έσωζεςσώζατεσωζόσουν(α)σωζόσαστε, σωζόσασταν
έσωζεέσωζαν, σώζαν(ε)σωζόταν(ε)σώζονταν, σωζόντανε, σωζόντουσαν
Aoristέσωσασώσαμεσώθηκασωθήκαμε
έσωσεςσώσατεσώθηκεςσωθήκατε
έσωσεέσωσαν, σώσαν(ε)σώθηκεσώθηκαν, σωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω σώσει
έχω σωσμένο
έχουμε σώσει
έχουμε σωσμένο
έχω σωθεί
είμαι σωσμένος, -η
έχουμε σωθεί
είμαστε σωσμένοι, -ες
έχεις σώσει
έχεις σωσμένο
έχετε σώσει
έχετε σωσμένο
έχεις σωθεί
είσαι σωσμένος, -η
έχετε σωθεί
είστε σωσμένοι, -ες
έχει σώσει
έχει σωσμένο
έχουν σώσει
έχουν σωσμένο
έχει σωθεί
είναι σωσμένος, -η, -ο
έχουν σωθεί
είναι σωσμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα σώσει
είχα σωσμένο
είχαμε σώσει
είχαμε σωσμένο
είχα σωθεί
ήμουν σωσμένος, -η
είχαμε σωθεί
ήμαστε σωσμένοι, -ες
είχες σώσει
είχες σωσμένο
είχατε σώσει
είχατε σωσμένο
είχες σωθεί
ήσουν σωσμένος, -η
είχατε σωθεί
ήσαστε σωσμένοι, -ες
είχε σώσει
είχε σωσμένο
είχαν σώσει
είχαν σωσμένο
είχε σωθεί
ήταν σωσμένος, -η, -ο
είχαν σωθεί
ήταν σωσμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα σώζωθα σώζουμε, θα σώζομεθα σώζομαιθα σωζόμαστε
θα σώζειςθα σώζετεθα σώζεσαιθα σώζεστε, θα σωζόσαστε
θα σώζειθα σώζουν(ε)θα σώζεταιθα σώζονται
Fut
ur
θα σώσωθα σώσουμε, θα σώσομεθα σωθώθα σωθούμε
θα σώσειςθα σώσετεθα σωθείςθα σωθείτε
θα σώσειθα σώσουνθα σωθείθα σωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω σώσει
θα έχω σωσμένο
θα έχουμε σώσει
θα έχουμε σωσμένο
θα έχω σωθεί
θα είμαι σωσμένος, -η
θα έχουμε σωθεί
θα είμαστε σωσμένοι, -ες
θα έχεις σώσει
θα έχεις σωσμένο
θα έχετε σώσει
θα έχετε σωσμένο
θα έχεις σωθεί
θα είσαι σωσμένος, -η
θα έχετε σωθεί
θα είστε σωσμένοι, -ες
θα έχει σώσει
θα έχει σωσμένο
θα έχουν σώσει
θα έχουν σωσμένο
θα έχει σωθεί
θα είναι σωσμένος, -η, -ο
θα έχουν σωθεί
θα είναι σωσμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να σώζωνα σώζουμε, να σώζομενα σώζομαινα σωζόμαστε
να σώζειςνα σώζετενα σώζεσαινα σώζεστε, να σωζόσαστε
να σώζεινα σώζουν(ε)να σώζεταινα σώζονται
Aoristνα σώσωνα σώσουμε, να σώσομενα σωθώνα σωθούμε
να σώσειςνα σώσετενα σωθείςνα σωθείτε
να σώσεινα σώσουν(ε)να σωθείνα σωθούν(ε)
Perfνα έχω σώσει
να έχω σωσμένο
να έχουμε σώσει
να έχουμε σωσμένο
να έχω σωθεί
να είμαι σωσμένος, -η
να έχουμε σωθεί
να είμαστε σωσμένοι, -ες
να έχεις σώσει
να έχεις σωσμένο
να έχετε σώσει
να έχετε σωσμένο
να έχεις σωθεί
να είσαι σωσμένος, -η
να έχετε σωθεί
να είστε σωσμένοι, -ες
να έχει σώσει
να έχει σωσμένο
να έχουν σώσει
να έχουν σωσμένο
να έχει σωθεί
να είναι σωσμένος, -η, -ο
να έχουν σωθεί
να είναι σωσμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσώζεσώζετεσώζεστε
Aoristσώσεσώστε, σώσετεσώσουσωθείτε
Part
izip
Presσώζοντας
Perfέχοντας σώσει, έχοντας σωσμένοσωσμένος, -η, -οσωσμένοι, -ες, -α
InfinAoristσώσεισωθεί







Griechische Definition zu σώζω

σώζω [sózo] -ομαι Ρ αόρ. έσωσα, απαρέμφ. σώσει, παθ. αόρ. σώθηκα, απαρέμφ. σωθεί, μππ. σωσμένος : 1. αντιμετωπίζω με επιτυχία το θανάσιμο συνήθ. κίνδυνο που απειλεί κπ., τον γλιτώνω από τον κίνδυνο: Mε έσωσε από βέβαιο πνιγμό. Tου έσωσα τη ζωή. Aπό το αεροπορικό δυστύχημα δε σώθηκε κανένας επιβάτης. α2. εμποδίζω την καταστροφή ή την απώλεια κάποιου πράγματος, κάποιου υλικού αγαθού: Mέσα από το σπίτι που καιγόταν έσωσε ό,τι μπόρεσε. Tα πούλησε όλα, μόνο λίγα κοσμήματα κατάφερε να σώσει. Πρέπει να σωθούν τα δάση μας / τα μνημεία του πολιτισμού μας. Σώθηκε ως εκ θαύματος από το ατύχημα. α3. (συνήθ. παθ.) για κτ. που εξακολουθεί να υπάρχει, που δε χάθηκε μέσα στο πέρασμα του χρόνου: Aπό την αρχαία ελληνική γραμματεία δε σώζο νται πολλά έργα. Παραδόσεις που σώζονται στο στόμα του λαού. Tα σωζόμενα έργα των αρχαίων λυρικών. β1. βοηθώ κπ. να αντιμετωπίσει μια δύσκολη περίσταση. ANT καταστρέφω: Mε έσωσες με τις συμβουλές σου. Tο δάνειο με έσωσε από βέβαιη οικονομική καταστροφή. H ψυχραιμία σώζει. Aν κερδίσεις το λαχείο, σώθηκες. || (έκφρ.) δε με σώζει τίποτα, όταν πω ή κάνω κτ. που δύσκολα θα μου το συγχωρήσει κάποιος: Mη μάθει όσα λες εναντίον του, γιατί τότε δε σε σώζει τίποτα. (τώρα) σώθηκες!, ειρωνικά, δε θα καταφέρεις ό,τι ελπίζεις: Aν περιμένεις βοήθεια από αυτόν, σώθηκες! Περιμένεις να σε βοηθήσει; Tώρα σώθηκες. β2. για τεχνικό συνήθ. μέσο που διευκολύνει πολύ κπ.: Mε έσωσε το πλυντήριο. γ. με τη συμβολή μου βελτιώνω κάπως κτ. που είναι από κάθε άποψη αποτυχημένο: Tο μόνο που σώζει αυτή την κινηματογραφική ταινία είναι η καλή φωτογραφία. (έκφρ.) σώζω τα προσχήματα*. γίνεται το σώσε, γίνεται μεγάλη φασαρία ή συνωστισμός: Στο συλλαλητήριο έγινε το σώσε. Στις εκπτώσεις, γίνεται το σώσε στα μαγαζιά! (απαρχ. έκφρ.) σώσον Kύριε!, για να δηλώσουμε δυσάρεστη έκπληξη. ο σώζων εαυτόν σωθήτω, σε περίπτωση γενικού και μεγάλου κινδύνου, όταν ο καθένας μπορεί και πρέπει να βοηθήσει μόνο τον εαυτό του. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback