{το}  στρώμα Subst.  [stroma, strwma]

{die}    Subst.
(651)
{die}    Subst.
(455)
{die}    Subst.
(95)

Etymologie zu στρώμα

στρώμα altgriechisch στρῶμα στρώννυμι


GriechischDeutsch
Τα προϊόντα που λαμβάνονται από την πρώτη μεταποίηση της ακατέργαστης επίπεδης υάλου είναι ενδιάμεσα προϊόντα τα οποία χρησιμοποιούνται για την κατασκευή υαλοπινάκων ασφαλείας (κωδικός στατιστικής ονοματολογίας ΣΟ 7007 — γυαλί ασφαλείας που αποτελείται από γυαλιά σκληρυμένα με βαφή ή σχηματίζεται από συγκολλημένα φύλλα) και μονωτικών υαλοπινάκων με πολλαπλές επιφάνειες για κτιριακές εγκαταστάσεις (κωδικός ΣΟ 7008 — αποτελούνται από δύο ή περισσότερα χωριστά στρώματα από ένα ή περισσότερους χώρους αφυδατωμένου αέρα ή φυσικού αερίου που εγγυώνται τη μονωτική ισχύ του παραθύρου).Die aus der ersten Verarbeitung des Rohflachglases hervorgegangen Produkte sind Zwischenprodukte, die genutzt werden für die Herstellung von Sicherheitsverglasungen (statistischer Code NC 7007 — sie bestehen aus Hartglas oder Verbundglas) und von mehrschichtigen Isolierverglasungen für die Bauindustrie (statistischer Code NC 7008 — sie bestehen aus zwei oder mehreren Glasplatten, die durch eine oder mehrere Schichten aus entwässerter Luft oder Gas getrennt sind, welche die Isolierfähigkeit des Fensters gewährleisten).

Übersetzung bestätigt

Στην περίπτωση μείγματος που χωρίζεται σε δύο ή περισσότερα ξεχωριστά στρώματα, εκ των οποίων το ένα περιέχει 10 % ή περισσότερο μίας ουσίας ή ουσιών της κατηγορίας 1 με κινηματικό ιξώδες 20,5 mm2 /s ή λιγότερο, στους 40o C, τότε ολόκληρο το μείγμα ταξινομείται στην κατηγορία 1.Im Fall eines Gemisches, das aus zwei oder mehr nicht vermischten Schichten besteht, von denen eine aus mindestens 10 % eines Stoffes oder von Stoffen besteht, der/die in die Kategorie 1 eingestuft wurde/-n, und eine bei 40 oC gemessene kinematische Viskosität von maximal 20,5 mm2/s aufweist, wird das gesamte Gemisch in die Kategorie 1 eingestuft.

Übersetzung bestätigt

Τα ’διηλεκτρικά στρώματα’ είναι επιχρίσματα που συγκροτούνται από πολλαπλές επιστρώσεις μονωτικών υλικών και στα οποία οι ιδιότητες συμβολής μιας διάταξης υλικών με διάφορους δείκτες διαθλάσεως, χρησιμοποιούνται για την ανάκλαση, τη μετάδοση ή την απορρόφηση διαφόρων ζωνών μήκους κύματος.‚Dielektrische Schichten‘ sind Mehrfachschichten aus Isolierstoffen, wobei die Interferenzeigenschaften eines Schichtsystems, das aus Werkstoffen mit unterschiedlichem Brechungsindex besteht, zur Reflexion, Transmission oder Absorption von Wellen verschiedener Längenbereiche verwendet werden.

Übersetzung bestätigt

Τα διηλεκτρικά στρώματα αναφέρονται σε περισσότερες από τέσσερις διηλεκτρικές επιστρώσεις ή "σύνθετες" επιστρώσεις διηλεκτρικού υλικού/μετάλλου.‚Dielektrische Schichten‘ bestehen aus mehr als vier dielektrischen Lagen oder mehr als vier lagen.

Übersetzung bestätigt

πίνακα που δείχνει τον αριθμό των επιχειρηματικών μονάδων του δείγματος και το ποσοστό των επιχειρηματικών μονάδων που εκπροσωπούνται στο (στα) δείγμα(-τα)/μητρώο(-α), κατανεμημένο ανά τάξη μεγέθους (στρώμαeine Tabelle, aus der die Zahl der Unternehmenseinheiten in der Stichprobe und der prozentuale Anteil der in der (den) Stichprobe(n)/dem (den) Register(n) erfassten Unternehmenseinheiten, untergliedert nach Größenklassen (Schichten), ersichtlich ist,

Übersetzung bestätigt





Griechische Definition zu στρώμα

στρώμα το [stróma] : I.καθετί που το χρησιμοποιούμε για να ξαπλώνουμε (και να κοιμόμαστε) επάνω του και ιδίως η κατασκευή σε σχή μα επίπεδου ορθογώνιου σάκου από ανθεκτικό ύφασμα, που περιέχει κάποιο μαλακό (μαλλί, βαμβάκι κτλ.) ή αφρώδες (αφρολέξ) υλικό: Mαλακό / σκληρό / ανατομικό / ορθοπεδικό / πουπουλένιο / αχυρένιο στρώμα. Φουσκωτό στρώμα ή στρώμα θαλάσσης. Είχε για στρώμα μια προβιά. Kοιμάται στο πάτωμα πάνω σ΄ ένα βρόμικο στρώμα. Kρύβει τα λεφτά του κάτω από το στρώμα. II. επίπεδη, (λεπτότερη ή παχύτερη) επιφάνεια, συνήθ. εκτεταμένη, που σχηματίζεται από ένα ενιαίο υλικό και που βρίσκεται επάνω ή κάτω από μιαν άλλη επιφάνεια: Πυκνό / αραιό / παχύ / λεπτό στρώμα. Γεωλογικό στρώμα. Στρώματα της ατμόσφαιρας. Οι ανασκαφές στην περιοχή της Tροίας αποκάλυψαν έξι διαδοχικά στρώματα διαφορετικών οικισμών. 1. (ειδικότ.) καθετί που καλύπτει ομοιόμορφα μια συνήθ. εκτεταμένη επιφάνεια: στρώμα χιονιού / μπογιάς / σκουριάς. Ένα παχύ στρώμα σκόνης κάλυπτε τα βιβλία. H αλοιφή δημιουργεί ένα προστατευτικό στρώμα στο δέρμα. || (γεωλ.) ενιαία και εκτεταμένη μάζα πετρώματος του σκληρού φλοιού της γης σε οριζόντια διάταξη: Mεταλλοφόρο / υδροφόρο στρώμα. Tα γεωλογικά στρώματα δημιουργήθηκαν με τη διαδοχική απόθεση πετρωμάτων. || (νοητή) ζώνη της ατμόσφαιρας, της θάλασσας ή της στερεάς μάζας της γης: Aνώτερα / κατώτερα στρώμα τα της ατμόσφαιρας. Εσωτερικό / εξωτερικό στρώμα του στερεού φλοιού της γης. || (μετεωρ., πληθ.) βασικός τύπος νεφών γκρίζου χρώματος και με χαρακτηριστικά ομίχλης. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback