{το}  στοιχείο Subst.  [stichio, stoixeio]

{das}    Subst.
(3720)
{der}    Subst.
(1508)
{die}    Subst.
(683)
{der}    Subst.
(533)
{die}    Subst.
(2)
{der}    Subst.
(0)

Etymologie zu στοιχείο

στοιχείο altgriechisch στοιχεῖον


GriechischDeutsch
Όπως αναφέρεται λεπτομερώς στο προοίμιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 746/2008 και ιδίως στην αιτιολογική σκέψη 12, η ΕΑΑΤ αναγνωρίζει ότι δεν υπάρχουν επιστημονικά στοιχεία που να αποδεικνύουν οιαδήποτε άμεση σχέση μεταξύ των ΜΣΕ στα αιγοπρόβατα, πλην της ΣΕΒ, και των ΜΣΕ στον άνθρωπο, παρά το ότι η βιοποικιλότητα των παραγόντων της νόσου στα αιγοπρόβατα αποτελεί σημαντικό στοιχείο το οποίο δεν επιτρέπει να αποκλειστεί η μεταδοτικότητα στον άνθρωπο.Wie im Einleitungsteil der Verordnung (EG) Nr. 746/2008 ausgeführt, insbesondere in Erwägungsgrund 12, erklärt die EFSA, dass es keinen wissenschaftlichen Nachweis für einen unmittelbaren Zusammenhang zwischen anderen Formen von TSE als BSE bei Schafen und Ziegen einerseits und TSE beim Menschen andererseits gibt, auch wenn die biologische Vielfalt der Krankheitserreger bei Schafen und Ziegen ein wichtiges Element darstellt, das es unmöglich macht, eine Übertragbarkeit auf den Menschen auszuschließen.

Übersetzung bestätigt

Η εν λόγω εισφορά περιλαμβάνει μια διοικητική εισφορά και μια εισφορά κινδύνου που ενσωματώνει δύο στοιχεία: ένα στοιχείο που βασίζεται στον κίνδυνο κεφαλαιακής ανεπάρκειας του καθεστώτος και αφερεγγυότητας του εργοδότη (80 % της εισφοράς), και ένα στοιχείο που βασίζεται στο καθεστώτος και διαμορφώνεται ανάλογα με το μέγεθος των υποχρεώσεών του (20 % της εισφοράς).Diese Abgabe umfasst eine Verwaltungsabgabe und eine Risikoabgabe, welche zwei Elemente beinhaltet: ein risikospezifisches Element, das dem Unterfinanzierungsrisiko des Pensionsfonds und dem Insolvenzrisiko des Arbeitgebers Rechnung trägt (80 % der Abgabe), und ein pensionsfondsspezifisches Element, das auf dem Umfang der Verbindlichkeiten des Pensionsfonds basiert (20 % der Abgabe).

Übersetzung bestätigt

Η αρχική εισφορά για το 2005/2006 καθορίστηκε χωρίς να ληφθεί υπόψη το στοιχείο που βασίζεται στον κίνδυνο.Bei der Festsetzung der ersten Abgabe für das Rechnungsjahr 2005/2006 wurde das risikospezifische Element nicht berücksichtigt.

Übersetzung bestätigt

Μολονότι το στοιχείο αυτό είναι σημαντικό στο πλαίσιο της διαδικασίας ανάκτησης, δεν μεταβάλλει το συμπέρασμα στην παρούσα απόφαση.Obwohl dieses Element im Rahmen des Rückforderungsverfahrens eine wichtige Rolle spielt, ändert es nichts an der Schlussfolgerung dieser Entscheidung.

Übersetzung bestätigt

Πράγματι, αν ο ΟΣΕ και ο ΗΣΑΠ υιοθετούσαν μία τόσο άκαμπτη στάση πριν από την ολοκλήρωση της πώλησης της ΕΝΑΕ, το στοιχείο αυτό θα είχε κατά πάσα πιθανότητα αποτρέψει τον νέο ιδιοκτήτη από την αγορά του ναυπηγείου.Hätten OSE und ISAP tatsächlich eine dermaßen unbeugsame Haltung vor dem Verkaufsabschluss von HSY eingenommen, hätte dieses Element den neuen Besitzer sehr wahrscheinlich vom Kauf der Werft abgehalten.

Übersetzung bestätigt





Griechische Definition zu στοιχείο

στοιχείο το [stixío] : 1. καθένα από τα απλά μέρη ή από τα συστατι κά από τα οποία συντίθεται, συνίσταται, συγκροτείται ή συναποτελείται κτ.: Tα δομικά / τα αρχιτεκτονικά στοιχεία μιας κατασκευής. Tα λόγια στοιχεία της δημοτικής. Tα θετικά και τα αρνητικά στοιχεία του χαρακτή ρα του. Δεν έχει κανένα περιουσιακό στοιχείο, κάτι που να αποτελεί περιουσία. Tα λαϊκά στοιχεία μιας μουσικής σύνθεσης. Tο έργο έχει πολλά κωμικά στοιχεία. || χαρακτηριστικό γνώρισμα: Στα λόγια του υπάρχει το στοιχείο της υπερβολής. α2. (συνήθ. πληθ.) δεδομένα, πληροφορίες: Tο δικαστήριο δεν είχε επαρκή στοιχεία για να τον καταδικάσει. Συγκέντρωση / προσκόμι ση στοιχείων που θα διαλευκάνουν την υπόθεση. H έρευνα έφερε στο φως άγνωστα στοιχεία από τη ζωή του συγγραφέα. || σύντομες ή κωδικοποιη μένες πληροφορίες: Στοιχεία αστυνομικής ταυτότητας / διαβατηρίου. Άτομο αγνώστων στοιχείων, ταυτότητας. Bιογραφικά στοιχεία. Hλεκτρονική επεξεργασία στοιχείων, δεδομένων. β1. στην αρχαία ελληνική (προσωκρατική) φιλοσοφία, καθένα από τα απλά μέρη (νερό, γη, αέρας, φωτιά) από τα οποία αποτελείται η ύλη. β2. Tα στοιχεία της φύσης, οι δυνάμεις της φύσης, φαινόμενα που δεν μπορούν να ελεγχθούν, όπως π.χ. οι κεραυνοί, οι θύελλες, οι τρικυμίες κτλ.: Mαίνονται τα στοιχεία της φύσης, για πολύ μεγάλη κακοκαιρία. Ο πρωτόγονος άνθρωπος ήταν εκτεθειμένος στη μανία των στοιχείων της φύσης. Tο υγρό στοιχείο, η θάλασσα, τα ποτάμια κτλ. γ. οι κατάλληλες συνθήκες, το κατάλληλο περιβάλλον μέσα στο οποίο μπορεί να ζήσει και να αναπτυχθεί κάποιος ή κτ., συνήθ. στην έκφραση είμαι / βρίσκομαι στο στοιχείο μου: Tο ψάρι στη στεριά είναι έξω από το στοιχείο του. || (επέκτ.) για κτ. με το οποίο είναι κάποιος πολύ εξοικειωμένος, που το κατέχει ή που του αρέσει: Όταν γίνεται συζήτηση για μουσική, αυτός έχει πάντα το λόγο γιατί είναι στο στοιχείο του. Άρχισε ο χορός, κι αυτή βρέθηκε στο στοιχείο της. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback