στοιχίζω Verb  [stichizo, stoixizw]

  Verb
(0)

Etymologie zu στοιχίζω

στοιχίζω altgriechisch στοιχίζω στοίχος


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu στοιχίζω

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
στοιχίζωστοιχίζουμε, στοιχίζομε
στοιχίζειςστοιχίζετε
στοιχίζειστοιχίζουν(ε)
Imper
fekt
στοίχιζαστοιχίζαμε
στοίχιζεςστοιχίζατε
στοίχιζεστοίχιζαν, στοιχίζαν(ε)
Aoristστοίχισαστοιχίσαμε
στοίχισεςστοιχίσατε
στοίχισεστοίχισαν, στοιχίσαν(ε)
Per
fekt
έχω στοιχίσειέχουμε στοιχίσει
έχεις στοιχίσειέχετε στοιχίσει
έχει στοιχίσειέχουν στοιχίσει
Plu
per
fekt
είχα στοιχίσειείχαμε στοιχίσει
είχες στοιχίσειείχατε στοιχίσει
είχε στοιχίσειείχαν στοιχίσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα στοιχίζωθα στοιχίζουμε, θα στοιχίζομε
θα στοιχίζειςθα στοιχίζετε
θα στοιχίζειθα στοιχίζουν(ε)
Fut
ur
θα στοιχίσωθα στοιχίσουμε, θα στοιχίζομε
θα στοιχίσειςθα στοιχίσετε
θα στοιχίσειθα στοιχίσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω στοιχίσειθα έχουμε στοιχίσει
θα έχεις στοιχίσειθα έχετε στοιχίσει
θα έχει στοιχίσειθα έχουν στοιχίσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να στοιχίζωνα στοιχίζουμε, να στοιχίζομε
να στοιχίζειςνα στοιχίζετε
να στοιχίζεινα στοιχίζουν(ε)
Aoristνα στοιχίσωνα στοιχίσουμε, να στοιχίσομε
να στοιχίσειςνα στοιχίσετε
να στοιχίσεινα στοιχίσουν(ε)
Perfνα έχω στοιχίσεινα έχουμε στοιχίσει
να έχεις στοιχίσεινα έχετε στοιχίσει
να έχει στοιχίσεινα έχουν στοιχίσει
Imper
ativ
Presστοίχιζεστοιχίζετε
Aoristστοίχισεστοιχίστε
Part
izip
Presστοιχίζοντας
Perfέχοντας στοιχίσει
InfinAoristστοιχίσει





Griechische Definition zu στοιχίζω

στοιχίζω [stixízo] .1α : ΣYN κοστίζω. 1. για κτ. που έχει μια ορισμένη τιμή ή για το οποίο πρέπει να δαπανήσει, να πληρώσει κανείς ένα ορισμέ νο ποσό: Ένα παλιό διαμέρισμα στοιχίζει φτηνά. Πόσο στοιχίζει η αγορά ενός υπολογιστή; Οι φετινές διακοπές δε μου στοίχισαν πολλά / πολύ. Tο σχολείο των παιδιών μάς στοιχίζει πολλές χιλιάδες το χρόνο. || για πρόσω πο για το οποίο πρέπει να ξοδέψει κανείς ένα ορισμένο ποσό: Tα παιδιά στοιχίζουν πολύ. Οι διοικητικοί υπάλληλοι στοιχίζουν πολύ στην εταιρεία. || στοιχίζω πολύ: Ένα καλό αυτοκίνητο στοιχίζει. ΦΡ (μου) στοίχισε ο κούκος αηδόνι*. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback